Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020

Αλλόκοτοι συγκάτοικοι

 

Αλλόκοτοι συγκάτοικοι

του Βασίλη Γιαννάκη

ΒΥΤΙΟΦΟΡΟ ΓΕΜΑΤΟ ΑΠΟΒΛΗΤΑ ΣΚΟΡΠΑΕΙ ΤΟΝ ΤΡΟΜΟ ΣΤΗ ΔΟΚΑΝΗ

     

"...και να καταλήξει εκτός δρόμου"
   Ένα απίστευτο δυστύχημα έλαβε χώρα αργά χθες βράδυ στο ύψος της Εθνικής Οδού που διέρχεται έξω από τη Δοκάνη Βοιωτίας. Βυτιοφόρο που ανήκει στο εργοστάσιο πλαστικών συσκευασιών της Novoplex, φορτωμένο με τοξικά απόβλητα, εξετράπη από την πορεία του για άγνωστους λόγους, με αποτέλεσμα να συμπαρασύρει ένα διερχόμενο φορτηγό και να καταλήξει εκτός δρόμου. Οι οδηγοί, τόσο του βυτιοφόρου, όσο και του φορτηγού νοσηλεύονται στο Γενικό Νοσοκομείο της Θήβας χωρίς να διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο. Ωστόσο η κυκλοφορία διακόπηκε για περισσότερο από τρεις ώρες, προκαλώντας μποτιλιάρισμα στα δύο ρέματα της οδού προκειμένου να ανασυρθούν τα δύο εμπλεκόμενα οχήματα από το δεξιό πρανές του δρόμου.

       Το γεγονός όμως που προκάλεσε ακόμη πιο μεγάλη αναστάτωση στην τοπική κοινότητα της Δοκάνης, είναι ότι ένα μεγάλο μέρος του φορτίου του βυτιοφόρου υπερχείλισε λόγω της πρόσκρουσης, με αποτέλεσμα τα πράσινα τοξικά απόβλητα με τα οποία ήταν γεμάτο να κατακλύσουν την περιοχή πέριξ του δυστυχήματος. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προκληθούν σοβαρές ζημιές στη βλάστηση και στις γειτονικές καλλιέργειες. Η Οικολογική Ένωση Ελλάδος έχει αναρτήσει στην ιστοσελίδα της μια καταγγελία που επισημαίνει τις μελλοντικές επιπτώσεις της καταστροφής στη τοπική χλωρίδα και πανίδα, παρά το γεγονός ότι η Novoplex σε ανακοίνωση που εξέδωσε έχει υποβαθμίσει το μέγεθός της και δεσμεύτηκε ότι θα αποζημιώσει τους περίοικους.

   Ο πρόεδρος της Δοκάνης δήλωσε ότι θα αξιοποιήσει την αποζημίωση προκειμένου να κάνει έργα που θα αποτρέπουν τους πεζούς να διέρχονται από το εν λόγω σημείο το οποίο χαρακτήρισε «επικίνδυνο για τη δημόσια υγεία». Η απαγόρευση αυτή αφορά πολύ περισσότερο τα μικρά παιδιά, τα οποία είναι πιο πιθανόν να έρθουν σε επαφή με το μολυσμένο έδαφος κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού τους. Για τουλάχιστον δύο χρόνια, η διέλευση από το συγκεκριμένο τμήμα της Εθνικής Οδού, θα επιτρέπεται μόνο στα οχήματα.

Μερικοί μάλιστα από τους κατοίκους εκφράζουν ανησυχίες ότι το διάστημα της απαγόρευσης δεν επαρκεί προκειμένου να επανέλθει η περιοχή στην προηγούμενή της κατάσταση και απαιτούν τη λήψη επιπρόσθετων μέτρων.


(Δημοσίευμα της εφημερίδας

«Ημερήσιος Καθρέφτης»).


***


     

"Αυτός είναι ο Λόλης"
   «Αυτός είναι ο Λόλης», ξεκίνησε να λέει ο Θανασάκης υψώνοντας τη γυάλα και συστήνοντας τον μικροσκοπικό κάτοικό της στους συμμαθητές και στη δασκάλα του. «Ο Λόλης είναι χρυσόψαρο. Τον ταΐζω κάθε μέρα ένα κόκκινο φαγητό που μοιάζει με κόκκινα κομματάκια και μου το φέρνει ο πατέρας μου από την πόλη. Τα κόκκινα κομματάκια ο πατέρας μου τα λέει ψαροτροφή. Ο Λόλης αγαπάει τη ψαροτροφή και είναι πάντα ήσυχος. Μου αρέσει να τον βλέπω να τριγυρίζει μέσα στη γυάλα, κάθε βράδυ, πριν κοιμηθώ. Οι γονείς μου λένε ότι όλα τα άλλα ζωάκια κάνουν θόρυβο, γι’ αυτό και όταν θέλησα να έχω ένα ζωάκι, μου φέρανε τον Λόλη».

     «Μπράβο, Θανασάκη!», αναφώνησε η κυρία Σταματίνα και χειροκρότησε, παρακινώντας τους συμμαθητές του να κάνουν το ίδιο. Τα χειροκροτήματα των παιδιών που αντηχούσαν στην αίθουσα, έκαναν τον Θανασάκη να κορδωθεί γεμάτος περηφάνια. Καμάρωνε περισσότερο για το μικροσκοπικό πλάσμα με τα χρυσοκίτρινα λέπια, παρά για τον εαυτό του. Αυτή ήταν άλλη μια ένδειξη αγάπης προς τον σύντροφό του που βόλταρε αμέριμνος μέσα στη γυάλα με το νερό.

        Η Ροδάνθη που τους είχε μιλήσει πριν από αυτόν ήταν η μόνη που δεν είχε τη δυνατότητα να εκδηλώσει τον ενθουσιασμό της, καθώς τα χέρια της ήταν ακόμη γεμάτα με το σιδερένιο κλουβί. Μέσα του, τιτίβιζε το καναρίνι που είχε τους είχε συστήσει και που το αποκαλούσε Ριρή. Λίγο παραδίπλα, η Ελενίτσα είχε ακουμπισμένο το δικό της κλουβί πάνω στο θρανίο και χάζευε στο εσωτερικό του τον Γουίλι, το ζωηρό χαμστεράκι, που έτρεχε αμέριμνο μέσα στον τροχό του. Πίσω της ο Πέτρος χάζευε τη φωτογραφία που του είχε δώσει ο Μίμης, η οποία απεικόνιζε το δικό του κατοικίδιο: Τον Ρούντι το λυκόσκυλο που φρουρούσε τη μονοκατοικία της οικογένειάς του, προστατεύοντάς αυτόν και την περιουσία των γονέων του από κάθε εξωτερική απειλή. Ο Μίμης δεν είχε τη δυνατότητα να φέρει το Ρούντι στην τάξη όπως είχαν κάνει οι μαθητές που είχαν μικρότερα ζωάκια. Οι γονείς του δεν του το επέτρεψαν. Του είπαν ότι ο Ρούντι ήταν υπερβολικά μεγάλος και αντικοινωνικός προκειμένου να παραβρεθεί αυτοπροσώπως στην επίδειξη των κατοικίδιων. Το ίδιο όμως είχε συμβεί με τη Γάτα της Μυρσίνης αλλά και με το τσιουάουα του Χρηστάκη, οι οποίοι είχαν συστήσει επίσης τα ζωάκια τους στην τάξη, δείχνοντας φωτογραφίες τους.

         «Υπάρχει κάποιο άλλο παιδάκι που έχει ζωάκι και θέλει να μας μιλήσει γι’ αυτό;», ρώτησε η κυρία Σταματίνα στο τέλος.

        Για λίγες στιγμές, κανένας μαθητής δεν ανταποκρίθηκε και λίγο έλειψε η νεαρή δασκάλα να θεωρήσει ότι η επίδειξη των κατοικίδιων που είχε διοργανώσει, είχε φτάσει στο τέλος της. Σκόπευε να καλύψει το υπόλοιπο της ώρας που είχε απομείνει μέχρι το διάλειμμα, παραδίδοντας την ύλη που είχε περισσέψει από το μάθημα της γλώσσας. Όμως να! Μέσα στο πλήθος των παιδιών, ένα μικρό χεράκι είχε υψωθεί δειλά και αμήχανα, υποδηλώνοντας ότι η ιδιότυπη εκδήλωση, δεν είχε λάβει τέλος.

    «Έχεις κι εσύ ζωάκι, Κωστή;», ρώτησε η δασκάλα, μην μπορώντας να κρύψει την έκπληξή της. Ποτέ μέχρι τότε ο Κωστής δεν είχε αναφέρει ότι είχε κάποιο κατοικίδιο. Όλοι είχαν την εντύπωση ότι μετά τον βίαιο θάνατο των γονέων του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ο μόνος συγκάτοικός του ήταν ο εικοσάχρονος αδελφός του –ο Ηλίας- ο οποίος τον μεγάλωνε πασχίζοντας να υποκαταστήσει όσο μπορούσε τον ρόλο τους. Ο μικρός Κωστής –αλλά πολύ περισσότερο ο Ηλίας- ήταν δύο παιδιά που η μοίρα τα οδήγησε να μεγαλώσουν πρόωρα και να γνωρίζουν από πολύ νωρίς, τη σκληρή όψη της ζωής.

         «Ναι κυρία, έχω», αποκρίθηκε ντροπαλά. «Και μάλιστα τρία».

       «Μπούρδες», ακούστηκε να λέει ο Θοδωρής, ωθώντας κάποια από τα κορίτσια να ξεσπάσουν σε χάχανα.

   «Σας παρακαλώ», φώναξε η κυρία Σταματίνα αυστηρά, επαναφέροντάς τους στην τάξη. Έπειτα στράφηκε εκ νέου προς τον μικρόσωμο μαθητή της, κοιτάζοντάς τον τρυφερά και η φωνή της έσταξε μέλι. «Έλα Κωστή. Έλα να μας μιλήσεις κι εσύ για τα ζωάκια σου».

         Το μικρό αγόρι διέσχισε τη μισή αίθουσα κάπως απρόθυμα και στάθηκε μπροστά στο μαυροπίνακα. Για λίγο έδειξε να δυσκολεύεται να αρθρώσει λόγο. Ίσως μάλιστα είχε μετανιώσει που πήρε την απόφαση να τους αποκαλύψει το μυστικό του.

          «Έχω τον Μαξ…», ψέλλισε τελικά.

          «Τι ζωάκι είναι ο Μαξ;», ρώτησε η κυρία Σταματίνα.

          «Σκύλος…», απάντησε ο Κωστής. «Νομίζω, δηλαδή».

          Όλη η τάξη ξέσπασε σε χάχανα.

          «Σιωπή», φώναξε η δασκάλα διατηρώντας τη σοβαρότητά της. «Θα σέβεστε τον συμμαθητή σας, όπως σας σεβάστηκε κι αυτός». Το βλέμμα της έπεσε πάνω στον Κωστή και η φωνή της μαλάκωσε, σαν να μεταμορφώθηκε σε άλλο άνθρωπο. «Τα άλλα δύο;», τον ρώτησε.

       

"Σίγουρα είναι γάτα" (φώτο: Β. Γιαννάκης)
     «Είναι η Μίνα και ο Πόλντο», απάντησε εκείνος. «Η Μίνα είναι    γάτα. Σίγουρα είναι Γάτα. Ο Πόλντο… δεν ξέρω τι ακριβώς είναι».

Για μια ακόμη φορά, οι συμμαθητές του τον περιγέλασαν, ξεσπώντας σε γέλια.

«Σκασμός!», αναφώνησε η νεαρή δασκάλα, έχοντας χάσει εντελώς την υπομονή της. «Μην κάνετε σαν κακομαθημένοι».

Στράφηκε προς τον Κωστή και η φωνή της γλύκανε γι’ ακόμη μια φορά. «Τους αγαπάς, τον Μαξ, τη Μίνα και τον Πόλντο;».

       Ο Κωστής έγνευσε καταφατικά. Η κυρία Σταματίνα ένιωσε να συγκινείται και μόλις που κατάφερε να συγκρατήσει ένα δάκρυ που γυάλισε στην άκρη του ματιού της. Το μικρό αγόρι, έχοντας στερηθεί προ πολλού τη γονική αγάπη, αναζητούσε τρυφερότητα σε ζώα που δεν μπορούσε καν να προσδιορίσει, κάνοντας τα μέσα της να σπαράζουν. Τότε ήχησε το κουδούνι. Στο άκουσμά τους, όλοι μαθητές της πέμπτης τάξης τινάχτηκαν από τα θρανία τους, λες και είχαν ελατήρια στο κάθισμά τους και οι πιο ζωηροί από αυτούς, άρχισαν να τρέχουν ήδη προς το προαύλιο.

       «Προσέξτε τα κλουβιά καθώς βγαίνετε», επεσήμανε η δασκάλα, αλλά μετά βίας ακούστηκε μέσα στην οχλοβοή.


***


       

"...δεν είχαν διστάσει να ασκήσουν ακόμη και βία..."
    Ο Κωστής δεν μπόρεσε να αποφύγει το να έρθει αντιμέτωπος με τον Μενέλαο και τον Αθηνόδωρο όταν σχόλασε από τα μαθήματα. Το τελευταίο διάστημα αναγκαζόταν να τους συναντά κάθε μέρα και να ανέχεται τις κοροϊδίες και τα πειράγματά τους. Τα ίδια είχαν συμβεί και πριν ένα χρόνο, όταν τα δύο αγόρια του Γυμνασίου δεν είχαν διστάσει να ασκήσουν ακόμη και βία πάνω του, μελανιάζοντας τους αγκώνες και το πρόσωπό του. Στον αδελφό του είχε αναγκαστεί να πει ότι είχε χτυπήσει κατά τη διάρκεια της γυμναστικής. Ήξερε πολύ καλά ότι αν ο Ηλίας μάθαινε την αλήθεια, δεν θα ενεργούσε ψύχραιμα.

      Το γεγονός αυτό οδήγησε τον Κωστή στο να αποφεύγει κάθε επαφή με τα δυο αγόρια κάθε φορά που επέστρεφε στο σπίτι του από το σχολείο. Το επόμενο διάστημα, αντί να διαβαίνει το μικρό πάρκο με το σιντριβάνι όπου σύχναζαν, προτιμούσε να κάνει παράκαμψη μέσω της Εθνικής Οδού, διασχίζοντάς την κατά μήκος κρατημένος από το προστατευτικό κιγκλίδωμα. Έδειχνε ιδιαίτερη προσοχή κατά τη διάρκεια του εγχειρήματος, γιατί το να περπατάει δίπλα στην άσφαλτο δίπλα σε αυτοκίνητα που έτρεχαν σαν αφηνιασμένα άλογα, δεν ήταν το πιο ασφαλές δρομολόγιο.

     

"...είχε γεμίσει με λευκοκόκκινες κορδέλες.."
   Το τελευταίο διάστημα ωστόσο, το συγκεκριμένο τμήμα της Εθνικής είχε γεμίσει με λευκοκόκκινες κορδέλες και πινακίδες που απαγόρευαν οποιονδήποτε πεζό να το πλησιάσει. Ο λόγος ήταν ότι πριν λίγους μήνες είχε εκτραπεί στο σημείο εκείνο ένα φορτηγό γεμάτο τοξικά απόβλητα. Κάποιοι μάλιστα είχαν πει ότι το ιριδίζον πράσινο υγρό που είχε ξεχυθεί στα πρανή του δρόμου εξαιτίας του ατυχήματος ήταν γεμάτο με ραδιενέργεια, γεγονός που ανάγκασε τον πρόεδρο του χωριού να το φράξει και να επιτρέπει τη διέλευση μόνο στα οχήματα. Τα δέντρα και η γύρω βλάστηση είχαν εκφυλιστεί έχοντας πάρει ένα καφετί χρώμα. Οι γονείς φοβέριζαν τα παιδιά τους ότι αν πλησίαζαν υπερβολικά πολύ το σημείο, θα αρρώσταιναν θανάσιμα. Ενδεχομένως υπερέβαλαν στην προσπάθειά τους να τα προστατεύσουν, ωστόσο ο μικρός Κωστής δεν τόλμησε ποτέ να το ρισκάρει. Προτιμούσε να επιστρέφει στο σπίτι του μέσω του πάρκου παρά το γεγονός ότι εισέπραττε σε καθημερινή βάση τη χλεύη και τα πειράγματα των δύο αχώνευτων παιδιών του Γυμνασίου.

      Εκείνο το μεσημέρι, ο Μενέλαος και ο Αθηνόδωρος δεν ήταν μόνοι τους, αλλά μαζί τους βρισκόταν ο συμμαθητής του, ο Θοδωρής. Ο Θοδωρής ήταν ο μικρός ξάδελφος του Μενέλαου και η παρουσία του δίπλα στα δυο ψηλά αγόρια υπογράμμιζε το γεγονός ότι δεν συμπάθησε ποτέ τον μικρό Κωστή. Αντίθετα, για κάποιο λόγο που ουδέποτε ο Κωστής δεν μπόρεσε να προσδιορίσει, ο Θοδωρής τον ζήλευε. Ίσως είχε να κάνει με τις άριστες επιδόσεις του στα μαθήματα, ή με το γεγονός ότι τα κορίτσια τον εμπιστεύονταν περισσότερο. Εκείνη τη μέρα όμως που ο Κωστής μίλησε στην τάξη για τα κατοικίδιά του, ο Θοδωρής είχε έναν επιπλέον λόγο να φθονεί τον συμμαθητή του. Διότι παρά τις εκκλήσεις που επισταμένα είχε απευθύνει στους γονείς του, δεν είχε καταφέρει να τους πείσει να του πάρουν κάποιο κατοικίδιο.

       «Τι χαμπάρια, σπόρε;», ρώτησε ο Μενέλαος τη στιγμή που ο Αθηνόδωρος τον προσέγγιζε από το πλάι. Ο τρόπος με τον οποίο απεύθυνε τον χαιρετισμό του, υπαινισσόταν ότι αυτή τη φορά τα δύο αγόρια δεν σκόπευαν να περιοριστούν μόνο σε προσβολές και πειράγματα.

        «Ο Θοδωρής μας είπε ότι ισχυρίστηκες πως έχεις ζώα», είπε ο Αθηνόδωρος περνώντας κατευθείαν στο ψητό. «Γιατί λες ψέματα; Αφού όλοι ξέρουμε ότι δεν έχεις ζώα στο σπίτι σου».

        «Έχω», παραδέχτηκε ο Κωστής πασχίζοντας να αρθρώσει κάτι περισσότερο, αλλά καμία επιπλέον λέξη δεν μπόρεσε να βγει από το στόμα του.

          «Τι είπες;», ρώτησε ο Μενέλαος.

          «Λέει ψέματα», φώναξε ο Θοδωρής.

     «Σκάσε εσύ, μούλικο», τον έκοψε ο ξάδερφός του. Έπειτα στράφηκε ξανά προς τον μικρό Κωστή που εκείνη τη στιγμή έτρεμε σύγκορμος. «Μίλα δυνατά, ρε. Δεν δαγκώνω».

        «Είπα ότι έχω ζώα», αποκρίθηκε απελπισμένα το μικρό αγόρι. «Δεν τα έχετε δει γιατί ο αδελφός μου τα έχει κλεισμένα στο υπόγειο».

        «Μπούρδες!», φώναξε ο Θοδωρής στο άκουσμα των λεγομένων του συμμαθητή του, με αποτέλεσμα να εισπράξει από τον ξάδερφό του για δεύτερη φορά, τα ίδια λόγια.

        «Σκάσε, μούλικο».

      Ο Αθηνόδωρος έχασε την υπομονή του και τράβηξε βίαια τον Κωστή προς το μέρος του, πιάνοντάς τον από τον γιακά της μπλούζας του.

       «Αυτά να τα πουλήσεις αλλού, σπόρε. Το ξέρει ο αδελφός σου ότι είσαι παραμυθατζής; Ούτε μυρμήγκι δεν έχεις μέσα στο σπίτι σου, που θα μου πεις εμένα ότι έχεις και ζώα».

       Ο Μενέλαος απομάκρυνε το χέρι του φίλου του από τη μπλούζα του μικρού αγοριού σε μια προσπάθεια να εκτονώσει την κατάσταση.

       «Με το μαλακό», του είπε.

    Ο μικρός Κωστής όμως, είχε ήδη μπήξει τα κλάματα. «Καλά. Νικήσατε», παραδέχτηκε με λυγμούς. «Δεν έχω κανένα ζώο στο σπίτι μου. Είπα ψέματα στη δασκάλα. Εντάξει τώρα; Είπα ψέματα».

   «Να που λογικεύτηκες, σπόρε», του είπε ο Αθηνόδωρος φτύνοντας τις λέξεις μία προς μία.

 «Ψεύτη! Ψεύτη!», άρχισε να τραγουδά ρυθμικά ο Θοδωρής, κοροϊδεύοντας τον συμμαθητή του.

   Ο Μενέλαος όμως, δεν έδειξε να πείθεται. «Κάτι δεν πάει καλά. Το παραδέχτηκε πολύ γρήγορα», είπε στον φίλο του. «Κάποιο λάκκο έχει η φάβα». Έβαλε το χέρι του κάτω από το πηγούνι του Κωστή και ύψωσε βίαια το κεφάλι του μικρού αγοριού, ώστε τα βλέμματά τους να ανταμώσουν. «Τι μας κρύβεις, σπόρε; Ποιον πας να προστατεύσεις; Εγώ νομίζω τελικά ότι έχεις ζώα στο υπόγειο και ότι δεν θες να μας τα δείξεις…». Το πρόσωπό του έλαμψε από ένα χαιρέκακο χαμόγελο. «…γιατί ίσως φοβάσαι το τι θα τα κάνουμε αν πέσουν στα χέρια μας».

  «Α, όχι!», παρενέβη ο Αθηνόδωρος χαμογελώντας το ίδιο ειρωνικά. «Εμείς είμαστε καλοί με τα ζωάκια. Μας αρέσει να παίζουμε μαζί τους».

     «Αφήστε με ήσυχο, ρε», κλαψούρισε ο Κωστής.

    «Λοιπόν, άκου τι θα γίνει», πρότεινε ο Μενέλαος. «Ξέρω ότι το τελευταίο διάστημα ο αδελφούλης σου ο Ηλίας απουσιάζει από το χωριό. Και μην το αρνηθείς, γιατί έχουμε καιρό να τον δούμε στις καφετέριες. Δεν γνωρίζω πώς τα βγάζεις πέρα μονάχος, αλλά δεν με ενδιαφέρει να το μάθω κιόλας. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι ότι το σπίτι σου είναι άδειο. Τι θα έλεγες λοιπόν αν σου κάνουμε μια επίσκεψη για να τα γνωρίσουμε από κοντά;».

    «Πολύ καλή ιδέα», αναφώνησε ο Αθηνόδωρος. «Πολύ θα ήθελα να παίξω με τετράποδα». Την τελευταία φράση την άρθρωσε αφήνοντας έναν σαφή υπαινιγμό ότι μάλλον σκόπευε να τα κακοποιήσει και όχι να παίξει μαζί τους.

   «Ναι, ναι!», συμφώνησε ο Θοδωρής με ενθουσιασμό. «Πάμε να μας γνωρίσεις τους κόπρους σου».

   «Εντάξει», κατέληξε ο Κωστής. «Θα σας τα δείξω. Μετά όμως θέλω να με αφήσετε ήσυχο».

    «Δεν δίνουμε υποσχέσεις που δεν μπορούμε να τηρήσουμε», είπε ο Αθηνόδωρος καγχάζοντας.


***


"... να αιωρείται στο κενό"
   Η μονοκατοικία όπου έμενε ο Κωστής με τον αδελφό του, βρισκόταν σε μία απόμερη άκρη του χωριού που περιβαλλόταν από λεύκες και ερειπωμένα κτίσματα. Εκείνο το μεσημέρι ήταν ζωσμένη από τα πέπλα της ομίχλης που έπνιγαν το φως και έμοιαζε να αιωρείται στο κενό. Ο μικρός Κωστής ξεκλείδωσε τη ξύλινη εξώπορτα και πέρασε στο εσωτερικό της. Πίσω του ακολούθησαν ο Μενέλαος, ο Αθηνόδωρος και ο Θοδωρής, που σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής είχαν προσκολληθεί πάνω του σαν βδέλλες, εμποδίζοντάς τον να το βάλει στα πόδια. Με το που πέρασε το κατώφλι ο Μενέλαος, τα μάτια του πλανήθηκαν για λίγο στο σαλόνι που τον υποδέχτηκε. Έδειχνε ατημέλητο και παραδομένο στη σκόνη.

      «Τι τρως τώρα που λείπει ο αδερφός σου, σπόρε;», ρώτησε τον Κωστή.

    «Μου έχει αφήσει πολλά φαγητά στο ψυγείο», του απάντησε δειλά το μικρό αγόρι.

      Ο Αθηνόδωρος εξέφρασε μια εύλογη απορία. «Και πού έχει πάει, για να έχουμε καλό ερώτημα;».

    Ο Κωστής έδειξε να διστάζει κάπως να του απαντήσει. «Στην πόλη για δουλειές», κατέληξε.

     «Ας μην χάνουμε χρόνο», πρότεινε ο Μενέλαος. «Πήγαινέ μας στο υπόγειο να μας γνωρίσεις τους φίλους σου».

    «Ελάτε μαζί μου και θα σας τους δείξω», τους προέτρεψε το μικρό αγόρι.

      Καθώς κατέβαιναν τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο υπέδαφος, στα αφτιά της ετερόκλητης παρέας έφτασαν κάποιοι ήχοι που φανέρωναν ότι πράγματι, στον μικρό χώρο που κατέληγαν τα σκαλοπάτια, ήταν κλεισμένα κάποια ζώα. Οι ήχοι ήταν λαχανιάσματα, γρυλίσματα και βήματα που ακολουθούνταν από ένα ανεπαίσθητο κροτάλισμα αλυσίδων.

  «Διάολε», αναφώνησε ο Αθηνόδωρος. «Ο σπόρος είπε την αλήθεια. Υπάρχουν ζώα εκεί κάτω».

    «Κι εγώ θέλω», απαίτησε ο μικρός Θοδωρής, μην μπορώντας να κρύψει τη ζήλεια του.

     Με το που πέρασαν στο υπόγειο, διαπίστωσαν ότι ήταν αδειανός από αντικείμενα, με εξαίρεση μια στοίβα από ξύλινα κασόνια, πίσω από την οποία, τρεις τετράποδες σιλουέτες διαγράφονταν σαν ίσκιοι. Υπήρχε ένας γυάλινος γλόμπος που κρεμόταν από το ταβάνι αναμμένος, αλλά υπολειτουργούσε σε βαθμό που να γεμίζει το υγρό δωμάτιο με ημίφως. Μια μεγάλη αλυσίδα ξεκινούσε από τον τοίχο που βρισκόταν δίπλα στο κάσωμα της πόρτας και αφού διέσχιζε τον στενόμακρο χώρο, κατέληγε στην αντικρινή πλευρά, όπου συγκρατιόταν στον τοίχο με μια τροχαλία και χωριζόταν σε τρία επιμέρους μεταλλικά δεσμά. Το καθένα από αυτά συγκρατούσε από ένα τετράποδο. Οι σκιώδεις σιλουέτες διέφεραν αρκετά σε μέγεθος. Η μία από αυτές προσέγγιζε την όψη της γάτας, ενώ οι δύο άλλες ήταν πολύ μεγαλύτερες και πολύ πιο ογκώδεις.

  «Τι είναι αυτά, ρε σεις;», αναρωτήθηκε ο Μενέλαος προσεγγίζοντας τα τρία αλυσοδεμένα πλάσματα. Πάγωσε επιτόπου και χλόμιασε σαν το πανί όταν τα είχε πλησιάσει αρκετά προκειμένου να συνειδητοποιήσει ότι παρά το γεγονός ότι στέκονταν στα τέσσερα, τα χαρακτηριστικά τους όπως διαγράφονταν στο θαμπό φως, δεν αντιστοιχούσαν σε κανένα γνωστό θηλαστικό. Το ίδιο είχε συμβεί και με τον Αθηνόδωρο και τον μικρό Θοδωρή, που οι ανάσες τους άρχισαν να ηχούν όλο και πιο γρήγορα, προδίδοντας την ταραχή τους.

     «Δεν είναι ζώα», αναφώνησε έκπληκτος ο Αθηνόδωρος. «Είναι τέρατα».

 

"Πράγματι,τέρατα ήταν"
   Πράγματι, τέρατα ήταν. Αντί για τρίχωμα, το σώμα τους καλυπτόταν από πελώριες φουσκάλες και εκζέματα. Είχαν υποστεί τόσο φριχτές παραμορφώσεις, που τίποτα δεν πρόδιδε πλέον την πρότερή τους όψη. Μόνο τα σουβλερά τους δόντια που γύμνωναν γρυλίζοντας προς την παρείσακτη τριάδα μαρτυρούσαν ότι κάποτε αντιστοιχούσαν σε εκπροσώπους του ζωικού βασιλείου. Ακόμη και τα μάτια τους είχαν μεταλλαχτεί φωσφορίζοντας ένα κτηνώδες μένος που φανέρωνε ότι εκπροσωπούσαν περισσότερο την πανίδα της κόλασης, παρά αυτή του γήινου κόσμου. Να λοιπόν για ποιο λόγο ο Κωστής δυσκολεύτηκε να προσδιορίσει τα είδη στα οποία ανήκαν, όταν τον είχε ρωτήσει η δασκάλα.

     «Τι στο καλό είναι αυτά, ρε σεις;», αναρωτήθηκε ο Αθηνόδωρος με φωνή που έμοιαζε περισσότερο με σκούξιμο.

     Η απάντηση δόθηκε από κάποιον που εκείνη τη στιγμή, στεκόταν στο κατώφλι της εισόδου.

      «Είναι οι συγκάτοικοί μας».

     Η παρέα των τριών στράφηκε προς το μέρος της, μόνο και μόνο για να διακρίνουν άλλο ένα τέρας να τους θωρεί ξεπροβάλλοντας από το σκοτάδι της σκάλας. Ακόμη ένα πλάσμα γεμάτο από φουσκάλες και φριχτές παραμορφώσεις, η διαφορά του ωστόσο με τα τρία του αντικρινού τοίχου, ήταν ότι στεκόταν στα δύο πόδια και ήταν ντυμένο με ρούχα: Ένα τζιν και μπλούζα τύπου φούτερ. Ο μόνος που δεν είχε παραλύσει από φόβο μπροστά στην όψη του, ήταν ο μικρός Κωστής, ο οποίος είχε τρυπώσει πίσω του και το αγκάλιαζε από τη μέση αποζητώντας την προστασία του. Ο Μενέλαος ήταν ο πρώτος που μπόρεσε να διακρίνει πίσω από τις φουσκάλες και το πύον του φριχτού εκείνου πρόσωπου, κάποια γνωρίσματα που του ήταν οικεία.

       «Ηλία… Εσύ είσαι;».

    «Εγώ είμαι, Μενέλαε», απάντησε το παραμορφωμένο δίποδο, κάνοντας την παρέα των τριών να παραλύσει στο άκουσμά του. «Ξέρω ότι το τελευταίο διάστημα με θεωρείτε εξαφανισμένο γιατί δεν το ρίχνω πολύ έξω. Ο λόγος είναι ότι δεν θα μπορούσα να φανερωθώ στην κατάσταση που βρίσκομαι. Με το ζόρι μπορώ να αντικρίσω τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Θα ήταν εγωιστικό να έχω την απαίτηση να εισπράξω από τον κόσμο κατανόηση παρόμοια με αυτή του αδελφού μου».

        «Τι σου συνέβη;», ρώτησε ο Μενέλαος.

       Ο Ηλίας ύψωσε το χέρι του δείχνοντάς τους τον αντικρινό τοίχο. «Αυτά τα ζώα μου συνέβησαν», αποκάλυψε. «Είχα τη φαεινή ιδέα να τα μεταφέρω εδώ μετά το ατύχημα που συνέβη στην Εθνική Οδό. Εκείνο το βράδυ ήμουν ένας από τους αυτόπτες μάρτυρες που έσπευσαν στο σημείο να βοηθήσουν. Αλήθεια, το ξέρετε ότι το φορτηγό με το οποίο είχε συγκρουστεί το βυτίο με τα απόβλητα μετέφερε αυτά τα τρία πλάσματα; Μόλις διαπιστώσατε ποια ήταν η επίδρασή του πράσινου υγρού στο σώμα τους. Είχαν λουστεί πατόκορφα με δαύτο. Πάνω που σκόρπισαν άτακτα στο οδόστρωμα λίγες στιγμές μετά τη σύγκρουση, το καπάκι του βυτίου άνοιξε αδειάζοντας το περιεχόμενό του πάνω τους. Προσωπικά θεωρώ ότι τα ομόρφυνε. Τα ομόρφυνε τόσο, που έκρινα σκόπιμο να τα μαζέψω, να τα φέρω εδώ και να τα υιοθετήσω».

         Ο μικρός Θοδωρής έμπηξε τα κλάματα.

        «Μην κλαις, ρε μούλικο», φώναξε ο Μενέλαος πασχίζοντας να ακουστεί αυστηρός, ενώ στην πραγματικότητα ήταν το ίδιο ταραγμένος με τον μικρό του ξάδερφο. Όταν στράφηκε ξανά προς το δίποδο τέρας που του μιλούσε από το κατώφλι, έκανε ότι μπορούσε να μην το κοιτάξει κατάματα. Η όψη του και μόνο, του προκαλούσε αναγούλα.

          «Λούστηκες και συ με τα απόβλητα», επισήμανε.

         Ο Ηλίας τον εξέπληξε δυσάρεστα. «Όχι. Εγώ όπως είπα, απλώς έσπευσα στο σημείο για να βοηθήσω τους οδηγούς. Γρήγορα όμως κατάλαβα ότι αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο, ήταν να περισώσω τα ζωάκια. Όταν τα είδα να μεταμορφώνονται μπροστά στα μάτια μου, τότε συνειδητοποίησα ότι η ζωή τους άξιζε περισσότερο από τη σωματική ακεραιότητα των φορτηγατζήδων. Βέβαια ήμουν λίγο απρόσεχτος όταν πήγα να τα απεγκλωβίσω από το φορτηγό. Ένα από αυτά, πρόλαβε να με δαγκώσει στο χέρι». Ο Αθηνόδωρος έπεσε στα γόνατα και ξέσπασε σε λυγμούς πολύ πιο έντονους από αυτούς του μικρού Θοδωρή. «Δηλαδή μονάχα από ένα δάγκωμα έγινες έτσι; Σε παρακαλώ, φιλαράκι! Μην τα αφήσεις να δαγκώσουν κι εμάς. Μην τα αφήσεις να μας πλησιάσουν! Σε παρακαλώ, σε ικετεύω!».

     Ο Ηλίας όμως δεν έδειχνε να συγκινείται από αυτές τις εκκλήσεις. «Ακόμα δεν έχεις δει τίποτα. Η μετάλλαξή μου δεν έχει ολοκληρωθεί. Μέρα με τη μέρα προχωράει, όλο και περισσότερο. Υπάρχουν βέβαια κάποιες παρενέργειες όπως το γεγονός ότι κάθε τόσο ξερνάω αίμα και κομμάτια από τα σωθικά μου. Μπορεί να μην τη βγάλω καθαρή, αλλά δεν βαριέσαι; Έχω μάθει να ζω την κάθε στιγμή σαν να είναι η τελευταία μου. Αντιλαμβάνεσαι λοιπόν ένα μόνο δάγκωμα αρκεί για να γίνει κάποιος σαν κι εμένα. Σκέψου τι θα συμβεί όταν τα αμολήσω. Γιατί έχω να τα ταΐσω πάνω από τρεις μέρες, ξέρετε και αμφιβάλλω αν αρκεστούν σε ένα μόνο δάγκωμα».

     «Μα γιατί να το κάνεις αυτό;», έσκουξε ο Μενέλαος. Ο Αθηνόδωρος όμως εξακολουθούσε να σπαράζει έχοντας μαντέψει ήδη την απάντηση και ο μικρός Θοδωρής ήταν ήδη ξαπλωμένος στο πάτωμα, δείχνοντας ότι έχει χάσει προ πολλού τις αισθήσεις του.

       «Γιατί όλο αυτό το διάστημα το παίζατε πολύ μάγκες στον αδελφό μου», απάντησε ο Ηλίας χαϊδεύοντας με το φουσκαλιασμένο χέρι του το κεφάλι του μικρού Κωστή. «Νομίζεις ότι δεν με έχει ενημερώσει σχετικά με τα καμώματά σας; Να σας δω λοιπόν τώρα, πόσο μάγκικα θα ξηγηθείτε στα ζώα μου».

        Λέγοντάς τα αυτά, ο Ηλίας απομάκρυνε το χέρι του από το κεφάλι του Κωστή και έλυσε με μιας την κεντρική αλυσίδα που συγκρατούσε τα τετράποδα πλάσματα στον αντικρινό τοίχο. Έπειτα με μια απότομη κίνηση τραβήχτηκε μαζί με τον αδελφό του πίσω, στο σκοτάδι της σκάλας και έκλεισε τη μεταλλική πόρτα του υπογείου, κλειδώνοντάς τη στο κατώφλι του. Όλα αυτά έγιναν τόσο γρήγορα που η παρέα των τριών αγοριών δεν πρόλαβε να κάνει περισσότερα από δύο βήματα προς το μέρος της. Τα μεταλλαγμένα αγρίμια πρόλαβαν να τους χιμήξουν και να τους καθηλώσουν στο πάτωμα. Τα σπαραχτικά ουρλιαχτά γέμισαν ασφυκτικά τον μακρόστενο χώρο, αναμεμιγμένα με την υγρασία και τις πιτσιλιές του αίματος που έβαφαν τους τοίχους. Δεν κατάφεραν ωστόσο να φτάσουν μέχρι τα πρώτα κατοικημένα σπίτια του χωριού. Η κατοικία του Ηλία και του Κωστή ήταν τόσο απόμερη, που η βαναυσότητα των τεκταινομένων που περίκλειε, έμεινε φιμωμένη στους σοβάδες, καθώς το σούρουπο σκοτείνιαζε τον ουρανό και τα πέπλα της ομίχλης αγκάλιαζαν τους τοίχους, νοτίζοντας τους.


Βασίλης Γιαννάκης


Βασίλης Γιαννάκης
       Ο Βασίλης Γιαννάκης είναι δασολόγος και εργάζεται σε τομείς που άλλοτε έχουν αρκετή ή καμία σχέση με τις σπουδές του. Βρίσκει πάντως χρόνο και διηγείται στους φίλους του αλλά και συγγράφει και δημοσιεύει τις τρομακτικές ιστορίες που εμπνέεται. Για την έμπνευση, τις επιρροές του, τα συγγραφικά του εργαλεία και την αγάπη του για τις τρομακτικές ιστορίες μου μίλησε και στη διαδικτυακή ραδιοφωνική εκπομπή που διατηρώ στο ραδιόφωνο του Ερευνητικού Οργανισμού Ελλήνων με το όνομα "Το Κάλεσμα του Κθούλου". Μου έκανε δε και την τιμή να μοιραστεί με τους μαθητές μου στο Εργαστήριο Δημιουργικής Γραφής στο Δωμάτιο της Γειτονιάς στην Τούμπα, τις απόψεις του και τους προβληματισμούς του για τον κόσμο της ελληνικής Λογοτεχνίας του Φανταστικού. 

  Έχει γράψει τρία βιβλία. Τη "Νύχτα που έβρεξε μαχαίρια" (εκδόσεις Όστρια), τη "Ματωμένη Μαρία" (Όστρια) ενώ στον χώρο μπήκε με τη συλλογή διηγημάτων "Μυστικοί Εφιάλτες και Μικροί Φόβοι" (εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές). Για τη "Νύχτα" έγραψε κριτική στο ιστολόγιο μας ο συνεργάτης μας συγγραφέας Χρήστος Κεσκίνης.  
      Τελευταίο του βιβλίο, το εξαιρετικό (σύντομα θα γράψω για αυτό) "Αφώτιστες περιοχές", όπου πέντε τρομακτικές ιστορίες αλλάζουν την οπτική γωνία με την οποία βλέπει την πόλη του ο αναγνώστης. Τον ευχαριστούμε για το διήγημα "Αλλόκοτοι συγκάτοικοι" που μας παραχώρησε για δημοσίευση και του 
ευχόμαστε να έχει πάντα νέες ιστορίες να διηγηθεί. 



  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου