Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Διήγημα: Το Σπίτι

Το σπίτι

Διήγημα του Χρήστου Κεσκίνη


Ο Χρήστος Κεσκίνης είναι ο νέος συνεργάτης της ιστοσελίδας μας. Προσφάτως κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές η νουβέλα του Bifrost, the path of warriors. Ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδη, όπως ο πλους με τα πλοία των Βίκινγκς, τα Ντρακάρ που τόσο γλαφυρά περιγράφει ο συγγραφέας. Αναζητήστε το. Μέχρι τότε, απολαύστε το διήγημα που μας έστειλε.  


"Στεκόταν εγκαταλελειμμένο και επιβλητικό..."
      Το σπίτι στεκόταν εγκαταλελειμμένο και επιβλητικό στην κορυφή του λόφου. Τριγύρω, κανένας δεν τολμούσε να χτίσει για τόσα πολλά χρόνια, που ένα πυκνό δάσος είχε αναπτυχθεί, αλλά ακόμη και αυτό έδειχνε να τρομάζει στην θέα του σπιτιού και να μην πλησιάζει. Κανένας πλέον δεν θυμόταν το γιατί, όμως όλοι ήξεραν ότι δεν έπρεπε να πλησιάσουν. Τόσοι πολλοί ήταν οι θρύλοι για εκείνο το μέρος που όσοι δεν το είχαν δει, δεν πίστευαν καν την ύπαρξή του. Ο κήπος του, χωρίς κάποιο χέρι να τον περιποιείται για τόσους αιώνες, ήταν γεμάτος αγριόχορτα και αγκάθια. Αυτό που κάποτε ήταν ένας όμορφος λαβύρινθος από θάμνους,  τώρα ήταν ένα χαοτικό σύμπλεγμα τεράστιων φυτών, μπλεγμένων μεταξύ τους. Στους τοίχους τα φυτά είχαν αρχίσει να αναρριχώνται με υπομονή και κάποια στιγμή το σπίτι θα γκρεμίζονταν. Όμως, σε πείσμα των ανθρώπων, οι πέτρες θα άντεχαν ακόμη αιώνες.
     Στο εσωτερικό του σπιτιού, το σκοτάδι ήταν αδιαπέραστο. Ακόμη και το καταμεσήμερο, το φως του Ήλιου, όταν κατάφερνε να προβάλει πίσω από τα μονίμως γκρίζα σύννεφα, δεν μπορούσε να διαπεράσει τις βαριές μαύρες κουρτίνες.  Τα έπιπλα, σαπισμένα από αιώνες, έλιωναν λερώνοντας τα χοντρά χαλιά στα μεγάλα δωμάτια του. Πριν από αμέτρητα χρόνια, αυτά τα δωμάτια φιλοξενούσαν χορούς και δεξιώσεις τόσο πλούσιες που θα έκαναν τους βασιλιάδες να ντρέπονται, αν το ήξεραν. Όμως τώρα, μόνο σιωπή απλώνονταν στο σπίτι. Απόλυτη σιωπή και η μυρωδιά της μούχλας. Η μυρωδιά του θανάτου. Στο διάδρομο διάφορα αγάλματα πολεμιστών ήταν έτοιμα να πολεμήσουν με αόρατους άγριους δαίμονες, ουρλιάζοντας πολεμικούς παιάνες.  
   
"Απόλυτη σιωπή και η μυρωδιά της μούχλας"
Στο μεγάλο γραφείο στον πάνω όροφο, μία βιβλιοθήκη φιλοξενούσε τόσο παλιούς τόμους που τα φύλλα τους ήταν έτοιμα να διαλυθούν με το που θα έρθουν σε επαφή με τον αέρα. Τόμους που μέσα τους θα μπορούσαμε να διαβάσουμε την Ιστορία από την αρχή του Χρόνου, ενώ από κάποιους δεν θα καταλαβαίναμε τίποτα απολύτως, μιας και είναι γραμμένοι με ιερογλυφικά. Ιερογλυφικά που ο τελευταίος άνθρωπος που τα καταλάβαινε πέθανε πριν από πολλούς αιώνες.                 Κανένας θόρυβος δεν διέκοπτε την απόλυτη σιωπή. Κανένας δεν θα το έκανε μέχρι το τέλος του Χρόνου. Οι ταπετσαρίες είχαν αρχίσει να πέφτουν και να λιώνουν. Πάνω στο μεγάλο γραφείο μια σκακιέρα με μαρμάρινα πιόνια είχε σταματήσει στην μέση μιας αιώνιας μάχης. Η λεύκη Βασίλισσα απειλούσε τον μαύρο Πύργο, όμως ο Ίππος ετοιμάζονταν να τον  υπερασπιστεί . Δίπλα, ένας τεράστιος τόμος ήταν ανοιγμένος στην μέση. Αυτά που ήταν γραμμένα, είχαν αρχίσει να σβήνονται από τον Χρόνο. Ονόματα ξεχασμένων  μάγων και ηρώων που τα κόκαλά τους είχαν σαπίσει . Στην πολυθρόνα πίσω από το γραφείο, ένας σκελετός κρατούσε ακόμη την πένα στα παγωμένα χέρια του. Το μελάνι είχε στεγνώσει και η ιστορία που ήθελε να γράψει είχε μείνει στην μέση. Κανένας δεν θα μάθαινε ποτέ αν ο ήρωας κατάφερνε να σώσει την φυλακισμένη πριγκίπισσα από τον δράκο.  Το τζάκι ήταν σβηστό και παγωμένο. Παντού υπήρχε η σκιά του χρόνου. 
"Είναι άγνωστο αν οι ρούνοι  άντεξαν.."
  Το διπλανό δωμάτιο ήταν τελείως άδειο. Δεν υπήρχαν καν παράθυρα και δεν υπάρχει ούτε ένα κάδρο στους τοίχους. Μια μισοτελειωμένη πεντάλφα μαρτυράει τον λόγο του φριχτού θανάτου του τελευταίου ιδιοκτήτη του σπιτιού. Δεν είχε προλάβει να ολοκληρώσει το μοιραίο ξόρκι. Δαίμονες από καιρό φυλακισμένοι και ξεχασμένοι ξεχύθηκαν με μανία στον κόσμο μας. Είναι άγνωστο αν οι ρούνοι που προφύλασσαν το σπίτι  άντεξαν μετά τον θάνατο του μάγου που τους είχε χαράξει, ή οι δαίμονες όρμησαν στην Γη για να προκαλέσουν φρίκη και τρόμο στην ανθρωπότητα. Ας ελπίσουμε να μας λυπηθούν οι Θεοί που εμείς εγκαταλείψαμε.

Χρήστος Κεσκίνης
Θεσσαλονίκη, Φεβρουάριος 2016 

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2016

Διήγημα: Μπες στην Κρύπτη και Βγες στη Λεωφόρο με τις Ζάνες.

Μια σύντομη ιστορία εμπνευσμένη από μια εικόνα 

       
Το σήμα της ιστοσελίδας.
Με το διήγημα μικρής φόρμας
«Μπες στην κρύπτη και Βγες στη λεωφόρο με τις Ζάνες», συμμετείχα στον Β’ Διαγωνισμό Διηγήματος που διοργάνωσε η ιστοσελίδα Bonsaistories. Το διήγημα έπρεπε να αντλήσει την έμπνευση του από μια από τις εικόνες που πρότεινε η σελίδα. Η εικόνα με την γυναικεία φιγούρα μέσα στο τούνελ μου ενέπνευσε μια παλαιότερη ιδέα μου για μια ιστορία που διαδραματίζεται κοντά στην κρύπτη του σταδίου της αρχαίας Ολυμπίας από την οποία έμπαιναν οι αθλητές σε αυτό. Ακριβώς δίπλα της βρίσκονταν η λεωφόρος με τα αγάλματα του Θεού Διός, οι Ζάνες.
Η φωτογραφία που επέλεξα.
      Το διήγημα προκρίθηκε στην α΄φάση του Διαγωνισμού από την Επιτροπή της ιστοσελίδας. Τα μέλη της τετραμελούς Επιτροπής, με αγάπη και ζήλο «έσκυψαν» πάνω απ’ τα διηγήματα και τα βαθμολόγησαν με συνείδηση και υπευθυνότητα. Την Επιτροπή αποτέλεσαν οι: Θεόφιλος Γιαννόπουλος, Ειρήνη Φραγκάκη, Τζένη Κουκίδου και Νατάσσα Καραμανλή. Λόγω πολλών ισοβαθμιών, τα διακριθέντα διηγήματα ξεπέρασαν τον αριθμό των 20 και ήταν συνολικά 30. Ακολούθησε η Β΄ Φάση κατά την οποία τα 30 διακριθέντα διαγωνίστηκαν για την ψήφο του κοινού. Τα κείμενα αναρτήθηκαν στην ιστοσελίδα και η ψηφοφορία διήρκησε έως τις 17 Ιανουαρίου 2016.
Τα 30 διακριθέντα της Α΄ Φάσης ήταν τα εξής:
1. Μαρία Λεμεσού, Ένας συνηθισμένος άνθρωπος 
2. Φρόσω Αποστόλου, Προσωπικός Παράδεισος 
3. Καλλιόπη Δημητροπούλου, Φενταγίν 
4. Ηλίας Ιορδανίδης, Η νύχτα με τις μαριονέτες
5. Μαρία Ν. Κίτρα, Η ελιά πάνω απ’ τα χείλη της 
6. Μαριάντζελα Ψωμαδέλλη, Τα κόκκινα μπαλόνια 
7. Κλειώ Βελέντζα, Μην ταΐζετε τους νεκρούς 
8. Στέλλα Κουρμούλη, Άγιος Βασίλης 
9. Ηλιάνα Τότση, Φωτογραφίες 
10. Αντώνιος Ευθυμίου, Τριστάνος και Φέλιξ 
11. Αντώνης Κορτέλης, O κυρ Βρασίδας
12. Κατερίνα Χαρίση, Τα πουλιά του τοίχου 
13. Άννα Ματζιάρη, Μαριονέτες ή μια μικρή ιστορία πτήσης 
14. Καραμπή Κωνσταντίνα Ελένη, Ο κλόουν των χαμένων ονείρων 
15. Κατερίνα Οικονόμου, Ταξιδιάρικα βήματα 
16. Γιάννα Μιχαήλ, Ο θλιμμένος κλόουν 
17. Φένια Κινικλή, Θαλασσινό κατευόδιο 
18. Αλεξάνδρα Στελλάκη, Ενάντια στη «φύση» 
19. Βασιλική Παντιά, Ο διπολικ(ωμικ)ός 
20. Ύπερος, ΕΔΕΜ 
21. Ανδρομάχη Τζουγανάκη, Δεν ήξερες, δε ρώταγες; 
22. Ιωάννης Μπαχάς, Μπες στην Κρύπτη και βγες στη Λεωφόρο με τις Ζάνες. 
23. Τζένη Παπαδοπούλου, Ηλέκτρα 
24. Ελένη Λύρα, Φτερά πεταλούδας 
25. Μαρία Κληρίδη, Φαίνεσθαι ή Είναι 
26. Ιωάννης Βλάχος, Φθινοπώρου βροχές, μνήμες καλοκαιρινές 
27. Αθανασία Ρόβα, Με μια χάρτινη βαρκούλα ταξιδεύω 
28. Ζανέτα Κουτσάκη, Βαρύ φορτίο 
29. Κυριάκος Χαλκόπουλος, Το μικρό σπίτι 
30. Νίκος Γιαννόπουλος, Redemption
Τα τελικά αποτελέσματα του Β’ Διαγωνισμού Διηγήματος Bonsaistories:
Βραβείο κοινού: Αντώνιος Ευθυμίου για το διήγημα «Τριστάνος και Φέλιξ».
Α΄ Έπαινος: Ζανέτα Κουτσάκη για το διήγημα «Βαρύ φορτίο».
Β΄ Έπαινος: Αλεξάνδρα Στελλάκη για το διήγημα «Ενάντια στη φύση».

Γ΄ Έπαινος: Ιωάννης Βλάχος για το διήγημα «Φθινοπώρου βροχές, μνήμες καλοκαιρινές».

Δ΄ Έπαινος: Στέλλα Κουρμούλη για το διήγημα «Άγιος Βασίλης».

Ε΄ Έπαινος: Κωνσταντίνα Ελένη Καραμπή  για το διήγημα «Ο κλόουν των χαμένων ονείρων».

Στ΄ Έπαινος: Καλλιόπη Δημητροπούλου για το διήγημα «Φενταγίν».
Διαβάστε το δικό μου διήγημα και στείλτε μου τα σχόλια σας.


Μπες στην Κρύπτη και βγες στη Λεωφόρο με τις Ζάνες
"Κάθισε λίγο πιο πέρα από την είσοδο..."

     Αυτή ναι. Αυτή κι’ αν ήταν «Ολυμπιακή νίκη», να κατορθώσεις να δραπετεύσεις από δεκάδες συναδέλφους βουλευτές, από το φράγμα των πολιτικών αρχών του τόπου, από το φωτοκύτταρο των δημοσιογράφων και τους εκατοντάδες θαυμαστές σου που σε πολιορκούν από την ώρα που μπήκες στο στάδιο. Όχι ως αθλητής πια και όχι στο ίδιο στάδιο, για να αποσπάσουν ένα αυτόγραφο, έστω κι’ αν τώρα πια …. Χαμογέλασε και σκέφτηκε πόσο λίγο ανταποκρινόταν η σημερινή του μορφή στον θαυμασμό που έδειχναν οι νέοι στο πρότυπο της αθλητικής ικανότητας. Ας ήταν….
        Βγήκε από το στάδιο και κάθισε λίγο πιο πέρα από την είσοδο της Κρύπτης στη βάση μιας κολώνας. Άναψε το νιοστό τσιγάρο του, έκλεισε τα μάτια και στήριξε το κεφάλι στα χέρια του. Του ήταν αρκετή αυτή η στιγμή για να ξεκουραστεί και να επανέλθει στα καθήκοντά του. Αυτά που όσο και να τα απολάμβανε, υπήρχαν φορές που τον κούραζαν αφάνταστα, όπως σήμερα το βράδυ. Σκέφτηκε τη γιορτή που γίνονταν μέσα στο στάδιο, ο θόρυβος της τον αποσπούσε από την ονειροπόλησή του και το φως της τον θάμπωνε.. Και αυτή η φωνή;

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

Συλλογή διηγημάτων Τρόμου

"Με κομμένη την ανάσα"

50 ιστορίες Τρόμου
      
       
Το εξώφυλλο του ψηφιακού βιβλίου.
Η εξαιρετική ιστοσελίδα 120λέξεις μου έδωσε σημαντική ώθηση και κίνητρο να συγράψω μικρές αυτόνομες ιστορίες και να δημιουργήσω το δικό μου «Βιβλίο των Κοινών Τόπων» (
Commonplace Book). Έτσι ονομάζονταν ένα μικρό εγχειρίδιο που συνέταξε ο Howard Phillips Lovecraft με ιδέες του και το οποίο μοίραζε στους φίλους και αλληλογράφους του καλώντας τους να χρησιμοποιήσουν και να εμπνευστούν από αυτές. Έτσι πλέον και εγώ διαθέτω το δικό μου «βιβλιάριο ιδεών» που δημιούργησα καταθέτοντας, με την παρότρυνση της ιστοσελίδας, τις ιδέες-ιστορίες μου. Με τιμάει ιδιαιτέρως το γεγονός ότι είδα αρκετές από αυτές να δημοσιεύονται και να λαμβάνουν θετικά σχόλια στα κοινωνικά δίκτυα. Σας συνιστώ να ανοίξετε λογαριασμό και εσείς, έχει δε πολύ υψηλό «επιτόκιο».

        Η ιστοσελίδα διοργάνωσε διαγωνισμό σύντομης ιστορίας τρόμου με τίτλο «Με κομμένη την ανάσα». Μέσα από έναν πολύ μεγάλο αριθμό συμμετοχών επέλεξε πενήντα ιστορίες τρόμου για την ψηφιακή έκδοση του ομώνυμου βιβλίου. Δεν θα μπορούσα να μην λάβω έμπνευση από τον Λάβκραφτ για την ιστορία μου «Πριν προκάμει …ένα πλοκάμι» που διαδραματίζεται κάτω από τη Θεσσαλονίκη!!! Θα μου επιτρέψετε επίσης να δημοσιεύσω και την ιστορία της διαδικτυακής μου φίλης Λύδιας Ψαραδέλλη με τίτλο «Θα ’μια για πάντα στο πλευρό σου» καθώς τη βρήκα αρκούντως ανατριχιαστική αλλά και ως ελάχιστο αντίδωρο για τις συμβουλές δημιουργικής γραφής που προσφέρει απλόχερα στο διαδίκτυο. Όλο το βιβλίο μπορείτε να το κατεβάσετε από εδώ.

Η δική μου ιστορία:


Πριν προκάμει, ένα πλοκάμι

     
"Απ' τον υπόνομο, ένα τεράστιο πλοκάμι..."
      Υπάρχει μια Υπηρεσία, ελάχιστα γνωστή. Σ’ αυτή διαβάζουν περιοδικά αναζήτησης, βλέπουν ταινίες και παρακολουθούν ομιλίες σε στοές. Ο νέος Διευθυντής είχε διαίσθηση πως το άρθρο του Strange για τις σέχτες που λατρεύουν τον Κθούλου στη Θεσσαλονίκη, είχε κάποια βάση. Η Θεσσαλονίκη είναι αρχαία πόλη. Δαιδαλώδη τούνελ διακλαδώνονται στα έγκατά της. Δεν πήγε ανέτοιμος. Διάβασε Λάβκραφτ και είδε ταινίες. Έτσι, κατέβηκε στην κρύπτη του Αϊ-Δημήτρη κάποια νύχτα που έμαθε πως οι συμπολίτες του, θα έκαναν τελετή. Τους ακολούθησε στα έγκατα του Λευκού Πύργου. Χαμογέλασε σαν είδε πως έψαλαν γυμνοί. Δεν είδε σφάγιο. Μια σιχαμερή οσμή και ένας αναγουλιαστικός ήχος τους σκέπασε. Απ’ τον υπονόμο, ένα τιτάνιο πλοκάμι γεμάτο μάτια μπήκε να διεκδικήσει τη θυσία. Έσφαλε, υπήρχε σφάγιο.
Ιωάννης Μπάχας


Και η ιστορία της Λύδιας:


Θα 'μαι για πάντα στο πλευρό σου


 
"Τοποθετεί μια γυάλα με το κεφάλι της..."
      Άκουγα την κοφτή ανάσα του όποτε σταμάταγε το ηλεκτρονικό πριόνι, αλλά τώρα σιωπή. Από δω που βρίσκομαι τις τελευταίες τρεις μέρες, δε τον βλέπω και δε μπορώ να προβλέψω τις κινήσεις του αλλά ελπίζω να έφυγε. Αυτό που με πονάει περισσότερο είναι ότι η Alice έτρεξε μακριά χωρίς να επιστρέψει για μένα. Είναι, ή μάλλον ήταν, η καλύτερη φίλη μου. Εξαιτίας της βρεθήκαμε μέσα στο δάσος. Κάτω από το γεμάτο φεγγάρι, προσφέραμε θυσίες για να επιστρέψει ο φίλος της. Δεν την ένοιαζε που δεν την ήθελε πια. Ξαφνικά προβάλλει από το σκοτάδι. Πλησιάζει. Τοποθετεί μια γυάλα με το κεφάλι της Alice δίπλα μου. Του φωνάζω αλλά δεν ακούγομαι. Όλος ο τοίχος γεμάτος γυάλες. Και εγώ μέσα σε μια από αυτές.
Λυδία Ψαραδέλλη

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Διήγημα του Torrentas

Ακόμη ένα μικρό διήγημα του φίλου με το ψευδώνυμο Torrentas:

Ο παίκτης και ο Πρόεδρος

"Τον άφησε να βολευτεί..."
    Ήταν σίγουρος για τον εαυτό του. Ήξερε πως έχει όλες τις ικανότητες που χρειάζονται για να πετύχει. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν μια ευκαιρία και θα την έπαιρνε με οποιοδήποτε τρόπο. Πίστευε πως αν είχε την ευκαιρία να μιλήσει με τον Πρόεδρο, θα μπορούσε να τον πείσει. Ήταν κρυμμένος στο γραφείο του για αρκετές ώρες. Κάποια στιγμή άνοιξε την πόρτα ο Πρόεδρος και μπήκε μέσα. Τον άφησε να βολευτεί στην ωραία και άνετη πολυθρόνα του και έπειτα βγήκε από την κρυψώνα του.
     - Καλησπέρα σας. Δε με ξέρετε, αλλά είμαι ένας πολύ ικανός Παίκτης και αν μου δίνατε μια ευκαιρία, θα μπορούσα να παίξω πολύ καλά στην ομάδα σας. Μπορώ να παίξω σε όποια θέση θέλετε.
"Τότε όμως αντίκρισε την κάνη του όπλου.."
     Ο Πρόεδρος τον κοίταξε καλά και το πρώτο που του ήρθε στο μυαλό ήταν να βάλει τα γέλια και να φωνάξει τους σωματοφύλακες του που ήταν στο διπλανό δωμάτιο για να τον πετάξουν έξω με τις κλωτσιές. Τότε όμως αντίκρισε την κάνη του όπλου που τον σημάδευε και τα μάτια του που γυάλιζαν σαν του τρελού και συνειδητοποίησε ότι δε θα ήταν η καλύτερη αντίδραση. Κράτησε την ψυχραιμία του και είπε στον Παίκτη με ήρεμη φωνή :
       - Φυσικά, φυσικά. Αλλά πρέπει πρώτα να σε γνωρίσω στον προπονητή. Είμαι σίγουρος ότι δε θα έχει αντίρρηση, είναι κάτι τυπικό, αλλά πρέπει να υμφωνήσει και αυτός. Μπορούμε να πάμε αμέσως τώρα αν θέλεις. Είναι στο γήπεδο τώρα, έχει προπόνηση η ομάδα, τι λες;
       Το πρόσωπο του Παίκτη φωτίστηκε από ένα μεγάλο χαμόγελο, που όμως έκανε το πρόσωπό του ακόμα πιο απόκοσμο, πιο απειλητικό.
"Έμπαινε στο γήπεδο και ο κόσμος..."
Ο Πρόεδρος άνοιξε την πόρτα και άφησε τον Παίκτη να περάσει πρώτος, ενώ ταυτόχρονα έκανε νόημα στους σωματοφύλακές του.
Το μυαλό του παίκτη είχε αρχίσει να ταξιδεύει στους μεγάλους αγώνες που θα έδινε, τις επευφημίες του κόσμου και την αναγνώριση όλων των ικανοτήτων του. Το μόνο που αντιλήφθηκε ήταν δύο λάμψεις και ο οξύς πόνος στο στέρνο του. Καθώς έπεφτε προς τα πίσω, για μια φευγαλέα στιγμή, συνειδητοποίησε ότι δε θα μπορέσει να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Πρόεδρο και την ομάδα και άρχισε να βυθίζεται στη λήθη.

Γρήγορα όμως ένιωσε να λούζεται στο φως καθώς έμπαινε στο γήπεδο και ο κόσμος ζητωκραύγαζε… 


Torrentas

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

Διήγημα: Με τριήρη στο Λέχοβο

Ένα βραβευμένο διήγημα μου που μόλις εκδόθηκε. 

         
Η αφίσα του διαγωνισμού
Αυτό το καλοκαίρι πήρα μέρος σε ένα διαγωνισμό διηγήματος με θέμα μια ζωγραφιά που εικόνιζε ένα ιπτάμενο πλοίο. Η εικόνα του “Ιπτάμενου Πλοίου” ήταν του  Ηλία Χανδέλη, πάνω της στηρίχτηκε όλη η ιδέα του διαγωνισμού και ενέπνευσε πολλές ωραίες ιστορίες. Εκατόν ένα διηγήματα υποβλήθηκαν, δεκαπέντε διακρίθηκαν και τριάντα από αυτά εκδόθηκαν σε βιβλίο μόλις πριν την εκπνοή του 2015. Κριτές του διαγωνισμού ήταν οι Θωμάς Μυλωνάς και Ηλίας Χανδέλης, μαζί με την εκδότρια Χαραλαμπίδη Δέσποινα. Οι παραπάνω δέχτηκαν να είναι κριτές και  να αναλάβουν αυτό το δύσκολο ρόλο της απόφασης που έχει να κάνει με κομμάτια δημιουργίας μέσω της γραφής.  
         
Η ζωγραφιά του Ηλία Χανδέλη
Όπως γράφει η ιστοσελίδα των Εκδόσεων Bythebook: «Πετάξαμε με ιπτάμενα πλοία, με φτερωτά πλοία, με ιπτάμενες ψυχές, μπήκαμε μέσα σε όνειρα, μέσα σε κουπέ τρένων, σε σαλονάκια ψυχολόγων, σε πλοία που βουλιάζουν αλλά εν τέλει πετάνε, σε σχολικές αίθουσες, σε ταξί, σε τελεφερίκ, σε προπονήσεις γυναικείας ομάδας χάντμπολ, στο κέντρο μια σημερινής Αθήνας, πήγαμε στο μέλλον, πήγαμε στο παρελθόν, σε ένα αναπάντητο γιατί, σε αναμνήσεις, σε προσδοκίες, ταξιδέψαμε με τον ιπτάμενο Ολλανδό, με τον Ιούλιο Βερν, με ναυτικούς, πέσαμε σε ναυάγια, σε σύγχρονη κιβωτό, σε πλοία γεμάτα πρόσφυγες, σε κόκκινα, κίτρινα, μαύρα πλοία, σε μπαρ με πειρατές, σε σύννεφα-πλοία, σε ιπτάμενα πλοία-παρατηρητήρια, σε δίνες, σε γαιδάρους που πετάνε, σε διαλόγους εν πλω, σε νοσοκομεία, γίναμε αγάλματα, ρίξαμε άγκυρες, μετρήσαμε τον χρόνο, βρεθήκαμε σε νησιά, βρήκαμε λουλούδια στην θάλασσα, συναντήσαμε γοργόνες, περιμέναμε πλοία σε λιμάνια που δεν επέστρεψαν ποτέ ή πάλι βρεθήκαμε σε κάποια πλοία που πάντα θα επιστρέφουν, διαβάσαμε πολλές και ωραίες ιστορίες, ανατρεπτικές ιστορίες, πρωτότυπες, ξεχωριστές.»
         
Εκδοθήκαμε!!!
Οι βαθμολογικές αποκλίσεις ήταν ελάχιστες και η σειρά κατάταξης είναι καθαρά για τυπικούς λόγους. Τα δεκαπέντε διηγήματα θεωρήθηκαν από τους κριτές ισάξια από άποψη εφευρετικότητας της ένταξης της εικόνας του ιπτάμενου πλοίου σε ένα διήγημα. Το διήγημα μου «Με τριήρη στο Λέχοβο» συμπεριλήφθηκε ανάμεσα στα δεκαπέντε που ξεχώρισαν και είχα την τιμή να εκδοθεί από τον εκδοτικό οργανισμό Bythebook.  Η τελική κατάταξη της μικρής λίστας του διαγωνισμού η οποία είναι με αλφαβητική σειρά ανά τίτλο διηγήματος ήταν η παρακάτω: Παύλος Νεοφύτου- Άλπεις, Σοφία Νικολιδάκη- Δευτεροβάθμιες εξισώσεις, Σοφία Καλογερίδου- Η εποχή της κωλοφωτιάς, Φώτης Μηκερόζης - Ήταν ένα μικρό καράβι, που ήταν αταξίδευτο, Παναγιώτα Φραντζή- Ιπτάμενο πλοίο, Θεοδώρα Βαγιώτη- Καλοκαιρινό Ταξίδι, Όττο του Μεγάλου Χάους/Κωστής Ανετάκης- Καράβι στο Χείλος του Κόσμου, Γιάννης Μπαχάς- Με τριήρη στο ΛέχοβοΆντια Λοϊζου- Μια μέρα στην παραλία, Κρυσταλία Ψαρρά- Παράξενοι Καιροί, Ξενοφώντας Μακρόπουλος- Ριγιούνιον, Καρούσου Δήμητρα- Σκέψεις σε βιτρό, Τηλέμαχος- Τελευταία υπόσχεση, Άννα Μάτζιαρη- Το ιπτάμενο πλοίο, Μένη Βαγιώτη- Το σημείωμα.

*  Λίγα λόγια για τους κριτές:
Μυλωνάς Θωμάς: Ζει στη Χαλκίδα και είναι φιλόλογος. Ασχολείται και με τη μετάφραση από την ιταλική γλώσσα και διατηρεί μια σελίδα χρονογραφοδιηγήματος στο περιοδικό «Αν». Ακόμη, έχει συμμετάσχει σε μερικές ανθολογίες διηγημάτων. Γράφει κυρίως μέσα στο τρένο για την Αθήνα και στο καφενείο Ρεξ, τέρμα παραλία.
Χανδέλης Ηλίας: Ζει και εργάζεται ως αρχιτέκτονας στην Αθήνα. Παράλληλα ασχολείται επαγγελματικά με τη φωτογραφία. Τη δουλειά του δημοσιεύει στο www.ehandelis.com. Φωτογραφίες του από την έκθεση ΑΛΦΑΒΗΤΑ υπάρχουν στο Bythebook 
Χαραλαμπίδη Δέσποινα: Ζει στην Αθήνα και διατηρεί το ηλεκτρονικό κατάστημα Bythebook. Το Bythebook μέσα από μια εμπλουτισμένη βάση δεδομένων σε βιβλία, χειροποίητα αντικείμενα είναι εδώ για να προωθήσει δουλειές ανθρώπων που αγαπούν την τέχνη και δημιουργούν με το μυαλό τους και με τα χέρια τους.
    Οι φωτογραφίες από το Λέχοβο (και την ομάδα) είναι δικές μου.

Με τριήρη στο Λέχοβο

       
      Ο Αστυνομικός Διευθυντής του Αμυνταίου κάθονταν σκεφτικός και προβληματισμένος και κοίταζε επίμονα τις φωτογραφίες από τον τόπο του ατυχήματος. Είχε βεβαίως δει με τα ίδια του τα μάτια τον χώρο του συμβάντος καθώς ήταν από τους πρώτους που έτρεξαν στο βουνό. Η εικόνα του πλοίου, ενός τροποποιημένου σκάφους ώστε να δίνει την εντύπωση μιας αρχαίας τριήρους, που είχε
Πάει πλοίο στο Λέχοβο; 
εισχωρήσει στην είσοδο της εκκλησίας του Προφήτη Ηλία στο Λέχοβο, έκοβε την ανάσα. Κομμένα και καμένα δένδρα, τέντες και πλαστικές καρέκλες από το χθεσινό πανηγύρι και μπάζα από τον γκρεμισμένο τοίχο του ναού. Ευτυχώς, από τους 45 επιβάτες του πλοίου κανένας δεν χτύπησε σοβαρά και μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο της Πτολεμαϊδας.
        Από τις σκέψεις του τον έβγαλε ο ανθυπαστυνόμος που επέστρεψε από το νοσοκομείο με τις αναφορές των επιβατών. Βιάζονταν να συμπληρώσει μια πρώτη αναφορά πριν οι δημοσιογράφοι και τα τηλεοπτικά συνεργεία κατακλύσουν το χωριό και τις εφημερίδες τους με τερατολογίες και εξωφρενικές υποθέσεις για το συμβάν.
     - Χαίρετε κύριε Αστυνόμε. Έφερα τις καταθέσεις των επιβατών όσο πιο γρήγορα μπορούσα.
     -  Σε ευχαριστώ ανθυπαστυνόμε, πρέπει να προλάβουμε να γράψουμε αναφορά πριν τον Αρμαγεδώνα που έρχεται.
     -  Καταλαβαίνω. Πρόλαβα και έριξα μια γρήγορη ματιά στο περιπολικό ερχόμενος. Αν βρείτε χρόνο σας συνιστώ να διαβάσετε τις δύο αναφορές που έχω πάνω-πάνω.
     -  Και γιατί αυτό;
     -  Πρώτον μοιάζουν εξαιρετικά και δεύτερον... είναι επιστημονική φαντασία.
      Ο ανθυπαστυνόμος βγήκε από το γραφείο για να ξαναπάει στο βουνό. Η έμφυτη περιέργεια του Αστυνόμου και η αίσθηση του καθήκοντος τον ώθησαν να δώσει τη δέουσα προσοχή στη συμβουλή του συνεργάτη του. Οι δύο καταθέσεις των κοριτσιών έμοιαζαν καταπληκτικά και ήταν και οι δύο εξωφρενικές. Ο Αστυνόμος διάβασε έκπληκτος την κατάθεση της Τάνιας Μπούμπαρη:
     «Ξέρω πως πολύ δύσκολα θα με πιστέψει κανείς. Το χτύπημα στο κεφάλι θα με δικαιολογήσει σε όσους βρουν τα όσα λέω απίθανα. Θα τους παρακαλέσω όμως να ρωτήσουν τη συναθλήτρια μου Χριστίνα Λάδη. Αυτή ξέρει καλά τι αντιμετωπίσαμε τα τελευταία δύο χρόνια από τη στιγμή που καταλάβαμε τι συμβαίνει. Και θα σας τα περιγράψω όσο πιο απλά μπορώ.
"Μεταμορφωθήκαμε σε χελώνες, λαγούς αλλά και σκουλίκια"
      Την πρώτη φορά που το είδαμε να συμβαίνει ήταν πρόπερσι τον Δεκέμβριο. Παίζαμε χάντμπολ στην ομάδα μας, τη Νέμεσις. Στον αγώνα με τον Ορφέα στην Κατερίνη, αργήσαμε να πάμε στα αποδυτήρια στο ημίχρονο καθώς είχα χτυπήσει στο γόνατο και ο γιατρός περιποιήθηκε την πληγή μου, ενώ η φίλη μου με περίμενε. Όταν μπήκαμε στα αποδυτήρια, ο προπονητής  φώναζε έξαλλος στις συμπαίκτριες μας. Κοντοσταθήκαμε στην πόρτα για να αποφύγουμε την κατσάδα. Τους έλεγε πως τον απογοήτευσαν και πως ενώ γνωρίζουν πόσο μεγάλη σημασία είχε να νικήσουμε σήμερα, αυτές έπαιζαν «σαν κότες». Την ώρα που το είπε μπροστά του βρέθηκαν δέκα άσπρες κότες που φοβισμένες έτρεχαν μέσα στο αποδυτήριο. Ο προπονητής δεν φάνηκε πως κατάλαβε τι έγινε. Μόλις, είπε «Θέλω να πω, πως δεν προσπαθείτε καθόλου» οι συμπαίκτριες μας ξαναφάνηκαν. Γύρισα να δω τη Χριστίνα για να βεβαιωθώ ότι δεν χτύπησα στο κεφάλι αντί στο γόνατο. Το βλέμμα της μου επιβεβαίωσε ότι είδαμε το ίδιο πράγμα. Αρκετές φορές στους επόμενους αγώνες, μεταμορφωθήκαμε σε χελώνες, λαγούς αλλά και σκουλήκια. Ευτυχώς που δεν μας πάτησε κανείς!!!
       
"Προσέχαμε να μην βρισκόμαστε κοντά στον κόουτς"

     Από τότε, προσέχαμε να μην βρισκόμαστε κοντά στον κόουτς κάθε φορά που χρησιμοποιούσε παρομοιώσεις για να μας καθοδηγήσει με παραστατικό τρόπο. Η δύναμή του που στην αρχή δεν συνειδητοποιούσε ούτε ο ίδιος, αυξάνονταν συνεχώς. Στην προπόνηση θυμάμαι κάποτε, βλέποντας πως τα σουτ μας δεν είχαν δύναμη μας αποκάλεσε «χεσμέν..». Δεν τη γλιτώσαμε και αστραπιαία νοιώσαμε τη δύναμη της παρομοίωσής του. Κάποτε πέσαμε στην άμμο σε αγώνα μπιτς χάντμπολ, ροχαλίζοντας αφού του φανήκαμε «κοιμισμένες» ενώ ο έφορος νόμισε πως λιποθυμήσαμε από τον ήλιο και την εξάντληση. Κάποια άλλη φορά, μετά από ένα σουτ μου στο ταβάνι του γυμναστηρίου, έπεσαν φτερά πουλιού αφού αυτή η παρομοίωση ήρθε στο στόμα του κόουτς.  
   
"Με το καραβάκι από το Λευκό Πύργο"
    Μαζί με τη Χριστίνα, αρχίσαμε να κρατάμε σημειώσεις, να σημειώνουμε τις παρομοιώσεις και την εμβέλεια κάθε μίας. Ο προπονητής δεν έδειχνε ότι κατανοούσε τη δύναμη των εκφράσεων του και σε κάθε περίπτωση όταν έλεγε μετά λέξεις όπως «θέλω να πω» ή «δηλαδή εννοώ» περνούσε η επίδραση της εικόνας που σχημάτιζε. Ήμασταν σίγουρες πως και άλλες συναθλήτριες μας σκέφτονταν το ίδιο όμως ο φόβος τους μήπως τις θεωρήσουμε τρελές τις αποθάρρυνε. 


"Δεν αργήσαμε να βρεθούμε πάνω από το Λέχοβο"
      Όσο και να αποφεύγαμε να βρισκόμαστε κοντά του δεν ήταν πάντοτε δυνατόν να το πετύχουμε αφού θα φαινόμασταν ακατάδεκτες στις συναθλήτριες μας. Έτσι, όταν μας κάλεσε σε μια βόλτα στην Περαία με το καραβάκι από το Λευκό Πύργο, την τριήρη, δεν μπορέσαμε να αρνηθούμε. Εξάλλου, ήθελε να μας επιβραβεύσει για το πρωτάθλημα κορασίδων που κατακτήσαμε. Την Κυριακή επιβιβαστήκαμε στο πλοίο ενθουσιασμένες από την προοπτική της βόλτας.
     

"Τώρα θα ταξιδεύατε πάνω από το Λέχοβο"
      Καθώς απολαμβάναμε τον καφέ μας, διαπιστώσαμε με τρόμο πως η ακατάσχετη λογοδιάρροια του κόουτς θα μας έφερνε προβλήματα, ενώ ο χώρος δεν μας έδινε δυνατότητα να απομακρυνθούμε. Σαν να έδινε τις συντεταγμένες της πορείας μας, ο προπονητής μας παρομοίαζε με τους άπειρους χειροσφαιριστές της ομάδας του Λεχόβου που ανυπομονούν να ακουστούν τα ονόματά τους στο πανηγύρι. Όταν τον ακούσαμε να λέει πως «αν αυτό το πλοίο ήταν ιπτάμενο και πετούσε σαν τα μυαλά σας, τώρα θα ταξιδεύατε πάνω από το Λέχοβο. Νομίζετε, πως όλοι θα σήκωναν το κεφάλι τους να δουν τις ιπτάμενες πρωταθλήτριες;».
       Αυτή τη φορά, η δύναμη της παρομοίωσης ήταν τεράστια. Δεν αργήσαμε να βρεθούμε πάνω από το Λέχοβο και πριν προλάβουμε να τρέξουμε και να φιμώσουμε τον κόουτς, αυτός πρόλαβε να πει σαστισμένος «Εννοώ πως……».

   
"Το μόνο που θυμάμαι είναι την πόρτα της Εκκλησίας"
      Μετά, το μόνο που θυμάμαι είναι την πόρτα της Εκκλησίας να μεγαλώνει και να έρχεται καταπάνω μου. Ξύπνησα στο νοσοκομείο».
   Ο αστυνόμος χωρίς να έχει ακόμη αποφασίσει εάν διάβαζε ένα  παραλήρημα ή μια, εξωφρενική μεν αληθινή δε, εκδοχή του συμβάντος, σήκωσε το κεφάλι του για να δει τον ανθυπαστυνόμο που είχε γυρίσει και τον παρακολουθούσε.
    - Ο προπονητής είναι έξω και περιμένει να δώσει κατάθεση. Να τον φωνάξω να περάσει;
    - Ναι, φώναξε τον, αποκρίθηκε απερίσκεπτα.
    Ο προπονητής μπήκε μέσα με ορμητικότητα, φωνάζοντας ώστε να τον ακούσουν σε όλο το Αμύνταιο «Δεν καταλαβαίνω γιατί κάνετε όλοι σας σαν να έπεσε καμιά ατομική βόμβα στο χωριό σας ή να έγινε πόλεμος;».

Κανένας δεν ασχολήθηκε με την υπόθεση μετά το ολοκαύτωμα.                        
  



Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016

Διήγημα: Τελικά δεν Πειράζει και Τόσο Που Υπάρχουν

         Ακόμη ένας συνεργάτης εντάχθηκε στο δυναμικό μας. Θα τον υποδεχθούμε αρχικώς με το ψευδώνυμο Torrentas (από το torrent, ο χείμαρρος, κατά συνέπεια ο χειμαρρώδης) και όταν κρίνει ο ίδιος θα τον παρουσιάσουμε στο κοινό του ιστολογίου μας με το όνομά του. Το παρακάτω διήγημα είναι πρωτόλειο και θα θέλαμε να μας στείλετε τη γνώμη σας στα σχόλια της ανάρτησης. 


         Τελικά Δεν Πειράζει και Τόσο Που           
                             Υπάρχουν…


Διήγημα του Torrentas

        - Καλώς τον , άντε πέρνα τι περιμένεις , είπε ο Γιάννης και ξαναγύρισε το βλέμμα στην τηλεόραση που έπαιζε.
        - Καλησπέρα , απάντησε και προχώρησε διστακτικά στο εσωτερικό του σπιτιού. Είχε μπει άπειρες φορές σε αυτό το σπίτι όμως τα τελευταία γεγονότα τον είχαν κάνει να βλέπει τα πάντα με διαφορετικό τρόπο. Οι καλυμμένοι τοίχοι με πίνακες, τα λουλουδάτα καλύμματα στους καναπέδες, όλα έμοιαζαν φυσιολογικά. Το σπίτι του αδερφού του ήταν όπως πάντα άνω-κάτω, αλλά αυτό ήταν το φυσικό του στυλ. Η νύφη του έλειπε στη δουλειά. Όταν θα επέστρεφε θα την ήλεγχε και αυτήν. Φόρεσε τα γυαλιά του και κοίταξε τον αδερφό του. Όλα ήταν εντάξει πάνω του. Φυσιολογικά.
        - Τι γίνεται με αυτά τα μαύρα γυαλιά; Ούτε εδώ μέσα δε θα τα βγάλεις; αστειεύτηκε ο αδερφός του.
Έχοντας δει αυτό που ήθελε τα έβγαλε και ο άλλος συνέχισε να μιλάει.
        - Ακούστηκες πολύ παράξενος στο τηλέφωνο και η μάνα σου λέει ότι δεν είσαι ο εαυτός σου τελευταία. Τι σου συμβαίνει;
       
"Ήταν εκπληκτικά και τα πουλούσε πάμφθηνα."
     - Δεν ξέρω αν θα με πιστέψεις ή αν πρέπει να στο πω, αλλά τελικά μάλλον είσαι ένας από τους λίγους που μπορώ να εμπιστευτώ. Πριν από τρεις-τέσσερις μέρες ήμουν κάτω στην παραλία για καφέ με κάτι φιλαράκια. Κάτσαμε αρκετή ώρα εκεί και πάνω που λέγαμε να φύγουμε ήρθε στο τραπέζι μας ένας από κείνους τους απίθανους που σου πουλάνε κάθε λογής πράγμα. Ο συγκεκριμένος πουλούσε γυαλιά. Για την ακρίβεια ένα ζευγάρι γυαλιά. Συνήθως δεν αγοράζω από πλανόδιους αλλά τα γυαλιά ήταν εκπληκτικά και μάλιστα τα πουλούσε πάμφθηνα. Είπα να στα κάνω δώρο για εκείνα που σου έχασα. Γυρίζω λοιπόν…
        - Ώστε θα μου έφερνες γυαλιά από πλανόδιο. Ωραίος είσαι , σάρκασε ο Γιάννης.
        - Πίστεψέ με , του απάντησε ο Χρήστος με ένα πικρό χαμόγελο , όταν σου τελειώσω την ιστορία μου αυτό θα ναι το τελευταίο που θα σε απασχολεί. Γυρίζω λοιπόν για να αρχίσω τα παζάρια αλλά είχε εξαφανιστεί. Τον έψαξα γύρω-γύρω με το βλέμμα μου όμως δεν ήταν πουθενά. Πήρα λοιπόν τα γυαλιά και οι φίλοι μου με πείραζαν για την τύχη μου. Και να ήξεραν… Ο Χρήστος έκανε μια μικρή παύση και συνέχισε , δείχνοντας ότι δίσταζε να φτάσει στο ζουμί της υπόθεσης.
"Οι άνθρωποι δεν είχαν ανθρώπινο πρόσωπο."
        - Καθώς γυρνούσα σπίτι σκέφτηκα να τα φορέσω, μιας και λόγω της εξαφάνισής του δεν σκέφτηκα να τα δοκιμάσω. Τα φόρεσα και      τότε είδα. Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι που έβλεπα γύρω μου δεν είχαν ανθρώπινο πρόσωπο. Στην αρχή νόμιζα ότι τα μάτια μου είχαν πάθει κάτι, ότι είχα κοιτάξει κατάματα τον ήλιο για πολύ ώρα, ότι μου έκαναν όλοι πλάκα, ότι… ότι αυτό που έβλεπα ήταν αλήθεια. Όσο τα άκουγε αυτά , ο Γιάννης δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Ο αδερφός του συνήθιζε να κάνει αστειάκια, αλλά ποτέ δεν το είχε τραβήξει τόσο πολύ και τώρα έμοιαζε να πιστεύει αυτά που έλεγε.
        - Τελικά το φιλοσόφησα. Αφού τα βλέπω, μάλλον υπάρχουν. Δεν ξέρω αν είναι δαίμονες ή καλικάτζαροι ή εξωγήινοι αλλά τους είδα. Εσύ δεν είσαι , άρα μπορώ να σε εμπιστευτώ.
        - Τι δεν είμαι ; ρώτησε παραξενεμένος ο Γιάννης.
        - Ένας από αυτούς φυσικά.
        - Καλά αμφιβάλλεις για μένα, τον αδερφό σου;
        - Γιάννη δε μπορείς να φανταστείς ποιους και πόσους «ανθρώπους» είδα ότι δεν ήταν αυτό που φαινόντουσαν! Μέχρι και οι γονείς μας…
        - Οι γονείς μας … δε σε πιστεύω! Ο Γιάννης χαμογέλασε και τον κοίταξε με ένα πονηρό βλέμμα :
        - Μου κάνεις πλάκα έτσι;
        - Μακάρι να έκανα. Έλα μαζί μου μια βόλτα.
       
       
"Σαν να φορούσαν μάσκες"
Βγήκαν έξω και ανακατεύτηκαν με τον κόσμο. Ο Γιάννης φόρεσε τα γυαλιά που του έδωσε ο αδερφός του και κοίταξε γύρω του. Τα πάντα ήταν όπως του τα είπε. Οι άνθρωποι είχαν απόκοσμα, τρομακτικά πρόσωπα, σα να φορούσαν μάσκες. Με δυσκολία κρατήθηκε για να μην ουρλιάξει και έβγαλε αμέσως τα γυαλιά από τα μάτια του. Όλοι φάνηκαν πάλι φυσιολογικοί.
        - Δεν ξέρω τι να σκεφτώ πια, είπε ο Χρήστος. Δεν ξέρω τι να κάνω. Δε μπορώ να αγνοήσω την ύπαρξή τους. Σχεδόν όλοι είναι έτσι. Εμείς οι φυσιολογικοί είμαστε μειοψηφία. Σκέφτομαι μήπως τελικά εμείς είμαστε τα φρικιά και αυτοί οι φυσιολογικοί. Συμβούλευσέ με, τι να κάνω;
        Ο Γιάννης είχε μείνει άναυδος. Όσο μιλούσε ο αδερφός του είχε ξαναφορέσει τα γυαλιά και κοιτούσε γύρω του προσπαθώντας να συνηθίσει αυτό που έβλεπε γύρω του. Γύρισε προς τον αδερφό του για να του απαντήσει και τότε βίωσε τη μεγαλύτερη έκπληξη από όλες. Ο Χρήστος. ο μικρός του αδερφός, δεν είχε ανθρώπινο πρόσωπο. Ήταν ένας από αυτούς. Με ολύμπια ψυχραιμία έβγαλε τα γυαλιά και του τα έδωσε.
        - Σπάσ’ τα, του είπε. Είναι η μόνη λύση.
        - Δε σε νοιάζει λοιπόν που όλοι οι άλλοι είναι έτσι, που ακόμα και η γυναίκα σου μπορεί να είναι ένας από αυτούς;
        - Όχι, δε με ενδιαφέρει τίποτα. Εγώ τους συγγενείς και τους φίλους μου τους αγαπώ έτσι όπως είναι. Δεν με ενδιαφέρει τίποτα άλλο. Θα ξεχάσω ότι είδα και σε συμβουλεύω να κάνεις και συ το ίδιο. Ο Χρήστος σκέφτηκε αυτά που του είπε ο αδερφός του για μερικές στιγμές που του φάνηκαν αιώνες και άφησε τα γυαλιά να πέσουν στο έδαφος πριν τα συνθλίψει με το πόδι του.
        - Τελικά δεν πειράζει και τόσο που υπάρχουν οι άλλοι, είπε στο τέλος. Φτάνει που εμείς οι δύο είμαστε φυσιολογικοί. Ο Γιάννης κούνησε το κεφάλι του συμφωνώντας. Μέσα του όμως δεν ήταν τόσο σίγουρος πια και, όταν ο αδερφός του τον αγκάλιασε, δε μπόρεσε να συγκρατήσει μια ανατριχίλα που διαπέρασε όλο του το κορμί.


Torrentas, 11/6/03 , Νεάπολη