Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016

Διήγημα: Τελικά δεν Πειράζει και Τόσο Που Υπάρχουν

         Ακόμη ένας συνεργάτης εντάχθηκε στο δυναμικό μας. Θα τον υποδεχθούμε αρχικώς με το ψευδώνυμο Torrentas (από το torrent, ο χείμαρρος, κατά συνέπεια ο χειμαρρώδης) και όταν κρίνει ο ίδιος θα τον παρουσιάσουμε στο κοινό του ιστολογίου μας με το όνομά του. Το παρακάτω διήγημα είναι πρωτόλειο και θα θέλαμε να μας στείλετε τη γνώμη σας στα σχόλια της ανάρτησης. 


         Τελικά Δεν Πειράζει και Τόσο Που           
                             Υπάρχουν…


Διήγημα του Torrentas

        - Καλώς τον , άντε πέρνα τι περιμένεις , είπε ο Γιάννης και ξαναγύρισε το βλέμμα στην τηλεόραση που έπαιζε.
        - Καλησπέρα , απάντησε και προχώρησε διστακτικά στο εσωτερικό του σπιτιού. Είχε μπει άπειρες φορές σε αυτό το σπίτι όμως τα τελευταία γεγονότα τον είχαν κάνει να βλέπει τα πάντα με διαφορετικό τρόπο. Οι καλυμμένοι τοίχοι με πίνακες, τα λουλουδάτα καλύμματα στους καναπέδες, όλα έμοιαζαν φυσιολογικά. Το σπίτι του αδερφού του ήταν όπως πάντα άνω-κάτω, αλλά αυτό ήταν το φυσικό του στυλ. Η νύφη του έλειπε στη δουλειά. Όταν θα επέστρεφε θα την ήλεγχε και αυτήν. Φόρεσε τα γυαλιά του και κοίταξε τον αδερφό του. Όλα ήταν εντάξει πάνω του. Φυσιολογικά.
        - Τι γίνεται με αυτά τα μαύρα γυαλιά; Ούτε εδώ μέσα δε θα τα βγάλεις; αστειεύτηκε ο αδερφός του.
Έχοντας δει αυτό που ήθελε τα έβγαλε και ο άλλος συνέχισε να μιλάει.
        - Ακούστηκες πολύ παράξενος στο τηλέφωνο και η μάνα σου λέει ότι δεν είσαι ο εαυτός σου τελευταία. Τι σου συμβαίνει;
       
"Ήταν εκπληκτικά και τα πουλούσε πάμφθηνα."
     - Δεν ξέρω αν θα με πιστέψεις ή αν πρέπει να στο πω, αλλά τελικά μάλλον είσαι ένας από τους λίγους που μπορώ να εμπιστευτώ. Πριν από τρεις-τέσσερις μέρες ήμουν κάτω στην παραλία για καφέ με κάτι φιλαράκια. Κάτσαμε αρκετή ώρα εκεί και πάνω που λέγαμε να φύγουμε ήρθε στο τραπέζι μας ένας από κείνους τους απίθανους που σου πουλάνε κάθε λογής πράγμα. Ο συγκεκριμένος πουλούσε γυαλιά. Για την ακρίβεια ένα ζευγάρι γυαλιά. Συνήθως δεν αγοράζω από πλανόδιους αλλά τα γυαλιά ήταν εκπληκτικά και μάλιστα τα πουλούσε πάμφθηνα. Είπα να στα κάνω δώρο για εκείνα που σου έχασα. Γυρίζω λοιπόν…
        - Ώστε θα μου έφερνες γυαλιά από πλανόδιο. Ωραίος είσαι , σάρκασε ο Γιάννης.
        - Πίστεψέ με , του απάντησε ο Χρήστος με ένα πικρό χαμόγελο , όταν σου τελειώσω την ιστορία μου αυτό θα ναι το τελευταίο που θα σε απασχολεί. Γυρίζω λοιπόν για να αρχίσω τα παζάρια αλλά είχε εξαφανιστεί. Τον έψαξα γύρω-γύρω με το βλέμμα μου όμως δεν ήταν πουθενά. Πήρα λοιπόν τα γυαλιά και οι φίλοι μου με πείραζαν για την τύχη μου. Και να ήξεραν… Ο Χρήστος έκανε μια μικρή παύση και συνέχισε , δείχνοντας ότι δίσταζε να φτάσει στο ζουμί της υπόθεσης.
"Οι άνθρωποι δεν είχαν ανθρώπινο πρόσωπο."
        - Καθώς γυρνούσα σπίτι σκέφτηκα να τα φορέσω, μιας και λόγω της εξαφάνισής του δεν σκέφτηκα να τα δοκιμάσω. Τα φόρεσα και      τότε είδα. Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι που έβλεπα γύρω μου δεν είχαν ανθρώπινο πρόσωπο. Στην αρχή νόμιζα ότι τα μάτια μου είχαν πάθει κάτι, ότι είχα κοιτάξει κατάματα τον ήλιο για πολύ ώρα, ότι μου έκαναν όλοι πλάκα, ότι… ότι αυτό που έβλεπα ήταν αλήθεια. Όσο τα άκουγε αυτά , ο Γιάννης δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Ο αδερφός του συνήθιζε να κάνει αστειάκια, αλλά ποτέ δεν το είχε τραβήξει τόσο πολύ και τώρα έμοιαζε να πιστεύει αυτά που έλεγε.
        - Τελικά το φιλοσόφησα. Αφού τα βλέπω, μάλλον υπάρχουν. Δεν ξέρω αν είναι δαίμονες ή καλικάτζαροι ή εξωγήινοι αλλά τους είδα. Εσύ δεν είσαι , άρα μπορώ να σε εμπιστευτώ.
        - Τι δεν είμαι ; ρώτησε παραξενεμένος ο Γιάννης.
        - Ένας από αυτούς φυσικά.
        - Καλά αμφιβάλλεις για μένα, τον αδερφό σου;
        - Γιάννη δε μπορείς να φανταστείς ποιους και πόσους «ανθρώπους» είδα ότι δεν ήταν αυτό που φαινόντουσαν! Μέχρι και οι γονείς μας…
        - Οι γονείς μας … δε σε πιστεύω! Ο Γιάννης χαμογέλασε και τον κοίταξε με ένα πονηρό βλέμμα :
        - Μου κάνεις πλάκα έτσι;
        - Μακάρι να έκανα. Έλα μαζί μου μια βόλτα.
       
       
"Σαν να φορούσαν μάσκες"
Βγήκαν έξω και ανακατεύτηκαν με τον κόσμο. Ο Γιάννης φόρεσε τα γυαλιά που του έδωσε ο αδερφός του και κοίταξε γύρω του. Τα πάντα ήταν όπως του τα είπε. Οι άνθρωποι είχαν απόκοσμα, τρομακτικά πρόσωπα, σα να φορούσαν μάσκες. Με δυσκολία κρατήθηκε για να μην ουρλιάξει και έβγαλε αμέσως τα γυαλιά από τα μάτια του. Όλοι φάνηκαν πάλι φυσιολογικοί.
        - Δεν ξέρω τι να σκεφτώ πια, είπε ο Χρήστος. Δεν ξέρω τι να κάνω. Δε μπορώ να αγνοήσω την ύπαρξή τους. Σχεδόν όλοι είναι έτσι. Εμείς οι φυσιολογικοί είμαστε μειοψηφία. Σκέφτομαι μήπως τελικά εμείς είμαστε τα φρικιά και αυτοί οι φυσιολογικοί. Συμβούλευσέ με, τι να κάνω;
        Ο Γιάννης είχε μείνει άναυδος. Όσο μιλούσε ο αδερφός του είχε ξαναφορέσει τα γυαλιά και κοιτούσε γύρω του προσπαθώντας να συνηθίσει αυτό που έβλεπε γύρω του. Γύρισε προς τον αδερφό του για να του απαντήσει και τότε βίωσε τη μεγαλύτερη έκπληξη από όλες. Ο Χρήστος. ο μικρός του αδερφός, δεν είχε ανθρώπινο πρόσωπο. Ήταν ένας από αυτούς. Με ολύμπια ψυχραιμία έβγαλε τα γυαλιά και του τα έδωσε.
        - Σπάσ’ τα, του είπε. Είναι η μόνη λύση.
        - Δε σε νοιάζει λοιπόν που όλοι οι άλλοι είναι έτσι, που ακόμα και η γυναίκα σου μπορεί να είναι ένας από αυτούς;
        - Όχι, δε με ενδιαφέρει τίποτα. Εγώ τους συγγενείς και τους φίλους μου τους αγαπώ έτσι όπως είναι. Δεν με ενδιαφέρει τίποτα άλλο. Θα ξεχάσω ότι είδα και σε συμβουλεύω να κάνεις και συ το ίδιο. Ο Χρήστος σκέφτηκε αυτά που του είπε ο αδερφός του για μερικές στιγμές που του φάνηκαν αιώνες και άφησε τα γυαλιά να πέσουν στο έδαφος πριν τα συνθλίψει με το πόδι του.
        - Τελικά δεν πειράζει και τόσο που υπάρχουν οι άλλοι, είπε στο τέλος. Φτάνει που εμείς οι δύο είμαστε φυσιολογικοί. Ο Γιάννης κούνησε το κεφάλι του συμφωνώντας. Μέσα του όμως δεν ήταν τόσο σίγουρος πια και, όταν ο αδερφός του τον αγκάλιασε, δε μπόρεσε να συγκρατήσει μια ανατριχίλα που διαπέρασε όλο του το κορμί.


Torrentas, 11/6/03 , Νεάπολη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου