Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2021

Διήγημα: Λεγεωνάριος του Έρωτα

 Λεγεωνάριος του Έρωτα

 

          Όσο θεϊκό και αν ήταν το κορμί της με τις υπέροχες καμπύλες για τις οποίες μάλωναν στην ουρά έξω από το σπίτι οι γλύπτες και οι ζωγράφοι της πόλης, με τίποτε δεν συγκρίνονταν με το πάθος που προκαλούσε στους πελάτες της η ανταριασμένη θάλασσα των μαλλιών της. Στο άρωμα τους πνίγονταν οι άνδρες των Στόβων και κάποιοι επέμεναν πως τους έκαιγε η κόμη της όταν σαν λιωμένος χρυσός  ακουμπούσε στο πρόσωπο.         

"Το ήξερε και το απολάμβανε"
     Το ήξερε και το απολάμβανε. Είχε έρθει από τον άθλιο ασήμαντο οικισμό της στις εκβολές του Αξιού ανεβαίνοντας το ρεύμα του ποταμού σαν πέστροφα μέχρι την  ισοπολίτιδα πόλη των Ρωμαίων που ίδρυσε ο Βεσπασιανός, τους Στόβους. Μικρός παραπόταμος η ομορφιά της ενώθηκε με τον Εριγύνα και τον Αξιό, τους δύο ποτάμιους Θεούς, και κύκλωσε με λαγνεία τη νέα πόλη. Πίστευε πως η Αφροδίτη θα την καταλάβαινε που έκρυψε το όνομα της και ντύθηκε με το ρωμαϊκό Κλαυδία και ανηφόρισε ενθουσιασμένη μαζί με τα νιάτα της Μακεδονίας που μετά από χρόνια ζόφου, αίματος και λεηλασιών είδαν στη ρωμαϊκή ειρήνη μια ελπίδα. Κι’ ας έχασκε στην ψυχή τους ανεπούλωτη η πληγή της περηφάνιας του λαού τους που προσκυνούσε εδώ και δύο αιώνες τους Ρωμαίους.

"Νεόπλουτοι πολίτες των Στόβων, οι απόστρατοι λεγεωνάριοι" 

       Νεόπλουτοι πολίτες των Στόβων οι απόστρατοι λεγεωνάριοι που μετά από εικοσιπέντε χρόνια θητεία στον Άρη έρχονταν να ζήσουν τα χρόνια που τους έμεναν. Ήταν η άρχουσα τάξη των νέων πόλεων της αυτοκρατορίας. Δεν άφηναν όμως όλοι το ξίφος τους και αν και ο πλούτος που μάζεψαν, τους επέτρεπε να κάνουν ένα ζεστό λουτρό πριν πλαγιάσουν μαζί της, εντούτοις δεν ξέπλενε τη βιαιότητα που, σαν δεύτερο δέρμα, τους ακολουθούσε από τις μέρες των ματωμένων εκστρατειών.

             Ο Ιούλιος Βάσσος από την Πελαγονία, παλαίμαχος εκατόνταρχος, θυσίαζε πρόθυμα τους σηστέρτιους που βούτηξε στο αίμα για να μυρίζει τα φρεσκολουσμένα μαλλιά της που του άρεσε όμως και να τα τραβάει με βία πάνω στον παροξυσμό του πάθους. Και όταν το κόκκινο σύννεφο του σκέπαζε τα μάτια, την άρπαζε από αυτά και την πετούσε στον τοίχο. Τότε έβριζε και χαιρετούσε κάποιον ανύπαρκτο Καίσαρα που μόνο αυτός έβλεπε. Έφευγε πετώντας μερικούς σηστέρτιους στο πάτωμα. Ας τους μάζευε η πόρνη.

"Του άρεσε όμως να τα τραβάει με βία..."
       Εκείνο το βράδυ η Κλαυδία δεν εγκατέλειψε τα χρυσά της μαλλιά στη λύσσα του. Τους συμπαραστάθηκε. Όταν ο Ιούλιος έβαλε τα τραχιά του χέρια μέσα τους,  τράβηξε την κοκκάλινη βελόνα που τα συγκρατούσε και γυρίζοντας απότομα την κάρφωσε στο μάτι του. Το κόσμημα βγήκε από την πίσω πλευρά του κρανίου μαζί με το λιγοστό του μυαλό, στέλνοντας στον Άδη τον σκληροτράχηλο λεγεωνάριο που δεν κατάφεραν να καταβάλλουν οι αιμοβόροι Γαλάτες.

       Έβγαλε την βελόνα και την ξαναέβαλε στα μαλλιά της. Έτρεξε έξω ουρλιάζοντας  περνώντας από τους λεγεωνάριους που περίμεναν. Φώναζε πως φονιάδες μπήκαν από το παράθυρο.

       Απομακρύνθηκε.

       Εκείνο το βράδυ κούρεψε τα μαλλιά της για να μην την γνωρίσουν και κατηφόρισε προς το Δίον με ένα κάρο. Γνώριζε πως εκεί υπήρχε ένα θεραπευτήριο της Αφροδίτης που σε γιάτρευε με Έρωτα. Θα άρχιζε μια νέα ζωή. Ήταν, σκέφτηκε, μια λεγεωνάριος του Έρωτα. Αυτή η βελόνα ήταν το δόρυ της και σήμερα κατέκτησε με αυτό την ψυχή της. 

                                                                                                                                  Ιωάννης Μπαχάς



         Η ιστορία αυτή δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης στα πλαίσια της ψηφιακής δράσης "Το μουσείο έχει (τη δική σου) ιστορία!". Οι φίλοι του Μουσείου καλούνται να εμπνευστούν μια ιστορία ή ένα ποίημα από μια σειρά εκθέματα που προτείνει. Είχα τη χαρά και την τιμή να δημοσιευτεί η ιστορία της Κλαυδίας, αλλά και η συνέχεια της, στη σελίδα του Α.Μ.Θ. αλλά και στα κοινωνικά δίκτυα του. Σας παροτρύνω να γράψετε και εσείς μια ιστορία. Οι καλοί μου φίλοι Δημήτρης Παπαδόπουλος και Κατερίνα Κρυστάλλη, ανταποκρίθηκαν. Σύντομα θα δημοσιεύσω και τις δικές τους ιστορίες και ποιήματα.

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2021

Διήγημα: Σαν καινούργιος

 

Σαν καινούργιος



         Ο ιερέας έτρεμε. Ήταν ακόμη μια φορά που εύχονταν να ήταν καθολικός και όχι ορθόδοξος. Οι συνάδελφοι του οχυρώνονταν πίσω από το ξύλινο χώρισμα του εξομολογητάριου και δεν τους κατασπάραζαν σαν αμνούς οι αμαρτίες των πιστών. Στο δικό του δόγμα, ο αμαρτωλός γονάτιζε μπροστά του όμως ο ιερέας ήταν αυτός που λύγιζε από το βάρος των αποκαλύψεων. Και όταν ο εξομολογούμενος ήταν ένας “Περαματάρης του Άδη”, τότε… 
"Θα με συγχωρέσει ο κύριος;"
       Ο λιπόσαρκος άνδρας με το ακριβό κουστούμι δεν δίστασε να τσαλακώσει το παντελόνι του και ο ιερέας τον φαντάστηκε, καθώς τον άκουγε, να ξεκοιλιάζει τα θύματα του. Μικρά κορίτσια, προσφυγοπούλες, ασυνόδευτα αγοράκια και ανάπηρα παιδιά. Τα θώπευε, τα βίαζε και στο τέλος τα κομμάτιαζε και τα πετούσε στις χωματερές των καταυλισμών. Με αυτή τη σειρά του περιέγραψε τη ζωή του, γιατί μια ζωή ολόκληρη ανεβοκατέβαινε ο δαίμονας αυτός τους κύκλους της Δαντικής Κόλασης.

- Θα με συγχωρέσει ο Κύριος; τον ρώτησε και τον κοίταξε με ένα χαμόγελο που θα τον στοίχειωνε για πάντα.

- Ο Θεός συγχωρεί, οι άνθρωποι δεν το νομίζω.

- Αυτή δεν είναι η ουσία της μετάνοιας; Να ξεκινάς από την αρχή. Ε, πάτερ;

Σηκώθηκε, έστρωσε το παντελόνι στα γόνατα και άφησε έναν χοντρό φάκελο στο παγκάρι.

- Για τα φτωχά παιδιά.

Έφυγε σαν καινούριος. 

Ο ιερέας ήταν που πάλιωσε.


Ιωάννης Μπαχάς


Η ιστορία γράφτηκε με αφορμή τον διαγωνισμό με θέμα "Επανεκκίνηση" που διοργάνωσε η ιστοσελίδα 121Words και δημοσιεύτηκε με μορφή flash fiction (121 λέξεις).

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

Διήγημα: Αιωνίως ευγνώμων

 

Αιωνίως ευγνώμων


          Έπρεπε να διαλέξω. Ο ογκολόγος με σύστησε με τον καρκίνο που είχε νοικιάσει διαμέρισμα στο πάγκρεας μου και του έκανε ανακαίνιση. Βεβαίως, εγώ τον είχα καλέσει κολλώντας ενοικιαστήρια σε εκατοντάδες φιάλες αλκοόλ από την εφηβεία μου ακόμη. Όμως ως δαιμόνιος νοικοκύρης του σώματος μου, αποφάσισα να του κάνω έξωση. Οι χρόνιες μελέτες μου στο Μεταφυσικό και τις Απόκρυφες Τέχνες, με έφεραν σε επαφή με την δυσώδη φυλή των απέθαντων αιμοποτών που κυκλοφορούσε στις αντικοινωνικές σέκτες της υψηλής Αθηναϊκής κοινωνίας.  

".....στα θεσπέσια κορίτσια που “σερβίρονταν με τη σειρά τους στα μέλη”

           Προσελήφθηκα ως σεφ στη Λέσχη Αθηνών στην Πανεπιστημίου. Ετοίμαζα τα λουκούλεια γεύματα που όμως κανένα μέλος δεν άγγιζε ποτέ αλλά προσφέρονταν πάνω στους κατάφορτους μπουφέδες σε εκείνους τους υπέροχους νέους και στα θεσπέσια κορίτσια που “σερβίρονταν” με τη σειρά τους στα μέλη για να γευτούν τους χυμούς τους. Ζήτησα, μάλλον απαίτησα με θράσος αλλά και ειλικρίνεια να υπηρετήσω ισοβίως ως σεφ της Λέσχης. Ένας αιωνίως μεσήλικας υπουργός της Κυβέρνησης μου “υπέγραψε” τη σύμβαση βυθίζοντας τα δόντια του στο λαιμό μου. Την επόμενη μέρα δεν συμμετείχε στο υπουργικό συμβούλιο από το απίστευτο χανγκόβερ που του χάρισε το αλκοολούχο αίμα μου. Σίγουρα θα μετάνιωσε για τη μεγαλοψυχία του.

Του είμαι αιωνίως ευγνώμων.


Ιωάννης Μπαχάς

Η ιστορία γράφτηκε με αφορμή τον διαγωνισμό με θέμα "Επανεκκίνηση" που διοργάνωσε η ιστοσελίδα 121Words και δημοσιεύτηκε με μορφή flash fiction (121 λέξεις).  Επίσης, δημοσιεύτηκε στο πάντα φιλόξενο Cartel των φίλων Αχιλλέα Σωτερέλλου και Αλέξανδρου Πετρόχειλου.