Κυριακή 9 Απριλίου 2023

 

Νεκρός γάμος


      Τα νεκροταφεία δεν με φοβίζουν, όμως δεν αρνούμαι πως με επηρεάζουν σωματικά. Σαν γάτος που περιμένει επίθεση, οι τρίχες στο σβέρκο μου σηκώνονται και οι μυς μου γίνονται σχοινιά καραβίσια. Δεν πρέπει έτσι να είναι ένας γαμπρός και ούτε στην εκκλησιά της πόλης των νεκρών να παντρεύεται. Μα μόνο εδώ, των λαίμαργων ματιών και των διχαλωτών γλωσσών τους ο χορός, κοπάζει, και ο αχός δεν θα ταράξει τον πατέρα. Η Γαλάτεια με προσμένει μέσα, εκεί που σαπίζουν τα στεφάνια του νεκρού και μόνο γαμήλιο τραγούδι το μοιρολόϊ μιας μάνας από τον νιόσκαφτο του γιού της τάφο απ’ έξω.


Ιωάννης Μπαχάς


Η ιστορία αυτή των 100 μόλις λέξεων γράφτηκε στο πλαίσιο του τέταρτου διαδικτυακού μαθήματος (8/4/2023) του Εργαστηρίου Μικρομυθοπλασίας που πρόσφερε το Μουσείο Καζαντζάκη και δίδαξε ο συγγραφέας Γιάννης Φάρσαρης.

Είναι εμπνευσμένη από τη μελέτη της Λιλής Ζωγράφου "Νίκος Καζαντζάκης: ένας Τραγικός" (1959).

 

Δευτέρα 3 Απριλίου 2023

 

Ομορφοπλαγιά




Όρθιος στην πρώτη σειρά των αιχμαλώτων

εκεί που παίρνει να ανηφορίζει η πλαγιά.

Μούσκεμα στον ιδρώτα, με φούμο, ιδρώτα και αίμα στο πρόσωπο.

Σηκώνω το χέρι να σκουπίσω το μαύρο νερό που πέφτει στα μάτια μου.

Ο γερμανός στρατιώτης

του όπλου του το κοντάκι πιέζει στα πλευρά μου

Πόνος οξύς.

Τον κοιτάζω στα μάτια.

Παιδί και αυτός όπως όλοι μας.

Πέντε μέτρα μπροστά μου

ο Συνταγματάρχης και απέναντι του

οι στρατιώτες παρουσιάζουν όπλα ευθυτενείς και με την πλάτη ίσια.

Στον συμπολεμιστή μας Λοχία.

Στα πόδια μας τα θύματα του.

Ο λοχίας σηκώνει το λούγκερ στο κεφάλι του Ίτσιου.

Πυροβολεί.

Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα.

Με χτυπάει ξανά ο στρατιώτης.

Πέφτω στα γόνατα μέσα στη λάσπη.

Κλαίω από περηφάνεια και ζήλεια.

Για τη δόξα που αξιώθηκε.


Ιωάννης Μπαχάς


Η συμμετοχή μου στις εκδηλώσεις τιμής για τα 82 χρόνια από το Έπος της Μάχης των Οχυρών.

 

Άλλα σχέδια


       

     Την αγαπώ. Είχα σχέδια για το μέλλον. Μια ευτυχισμένη άρεια οικογένεια. Σήμερα ζούμε κάτω από ερείπια. Οι βομβαρδισμοί δεν σταματούν. Όταν οι ρωσικές ερπύστριες ακούστηκαν στα βάθη της Καγκελαρίας, ετοιμαστήκαμε να αυτοκτονήσουμε. Στον διάδρομο, το κατάλαβε. Η Εύα φώναξε στον σωσία: “Δεν είσαι ο Αδόλφος”.

Είχα άλλα σχέδια.

                                                          Ιωάννης Μπαχάς



Η ιστορία αυτή, μόλις 50 λέξεων, γράφτηκε στα πλαίσια των απαιτήσεων του δεύτερου μαθήματος του διαδικτυακού Εργαστηρίου Μικρομυθοπλασίας που προσφέρει το Μουσείο Καζαντζάκη και διδάσκει ο Γιάννης Φάρσαρης, συγγραφέας του "Σουσάμι Άνοιξε".

Κυριακή 7 Μαρτίου 2021

Διήγημα: Ντύσου πρόχειρα και βάλε ......το ψυμίθι

              Ντύσου πρόχειρα και βάλε….. τo ψυμίθι

(συνέχεια του "Λεγεωνάριου του Έρωτα")

          

"Τους έστρωσαν για να βρίσκουν και να μας….. πιάνουν"
        Οι Ρωμαίοι δεν έφτιαξαν αυτούς τους υπέροχους δρόμους για να πηγαίνουμε παντού στην αυτοκρατορία τους. Δεν σκέφτονταν τους υποτελείς Έλληνες και την αγάπη τους για την πεζοπορία. Τους έστρωσαν για να βρίσκουν και να μας….. πιάνουν καθώς βαδίζουμε πάνω τους. Έτσι σκέφτηκε η Αφροδίτη και οι σκέψεις ανεβοκατέβαιναν χτυπώντας την κορυφή του κεφαλιού της συγχρονισμένες με τα ισχυρά τραντάγματα της άμαξας που την απομάκρυνε από τους Στόβους. Το έγκλημά της θα είχε αποκαλυφθεί τώρα και οι διώκτες της θα ήταν ήδη στο κατόπι της, τρέχοντας πάνω στις ίδιες πλάκες για να την πιάσουν και να…….ούτε να σκεφτεί μπορούσε τα βασανιστήρια που έκαναν στους εγκληματίες. Στη δολοφόνο ενός εκατόνταρχου!!! Ίσως να θαύμαζε και το Κολοσσαίο της Ρώμης όταν θα την προσφέραν τροφή στα λιοντάρια του.  

           Πήδηξε εύκολα από το αργοκίνητο κάρο και έτρεξε μπροστά να δώσει στον έκπληκτο χωρικό έναν χρυσό σηστέρτιο για τη χάρη που της έκανε. Βγήκε από τον δρόμο και κατηφόρισε την πλαγιά προς τον Ελικώνα. Θα την κατέβαζε αυτή τη φορά στη θάλασσα. Ο ποτάμιος Θεός θα παράσερνε και τα δικά της κρίματα και θα τα ξέπλενε στις γυαλιστερές του πέτρες ώσπου να της επιστρέψει καθάρια την ψυχή της όταν θα φθάνανε στο πέλαγος. Βάδισε πολλές μέρες ακόμη μακριά από πόλεις και ανθρώπους. Κάποιοι λεγεωνάριοι που την είδαν την αψήφησαν. Τα κοντά μαλλιά και το σφιχτό της χιτώνιο την έκαναν να μοιάζει με αγόρι. Ένα ακόμη ορφανό που περιφέρονταν ξυπόλητο στους αγρούς της κατακτημένης Ελλάδας.

           

"...ακουμπούσαν τους αγκώνες της πιο αστραφτερά από ποτέ" 
       Κάποτε η κούραση τη μέθυσε. Στο πληγιασμένο σώμα της ξεχύθηκαν ουσίες γλυκές και την κατέκλυσαν. Ένα μελένιο μούδιασμα απλώθηκε σε όλο της το κορμί. Κάθισε στα ριζά μιας καστανιάς. Το δάσος είχε έρθει να την υποδεχθεί στις πύλες της πόλης.  Είχε σχεδόν φθάσει αλλά δεν το ήξερε. Τα βλέφαρα της αρνούνταν να σηκωθούν και τα μάτια της ήταν απρόθυμα να προπορευτούν στον δρόμο της. Αποκοιμήθηκε. Την χάϊδεψε η ευωδία της Θεάς και την τράβηξε έξω από τη μυστική εκείνη κάμαρα που καταφεύγουν οι θνητοί όταν κοιμούνται.

- Έρχεσαι σε μένα, αλλά δεν έφθασες ακόμη. 

"Για να σμιλέψει η ψυχή αντίγραφα" 

         Δεν μπόρεσε να απαντήσει. Ανέβαινε ακόμη τα σκαλιά της κάμαρας, τρέχοντας τώρα που κατάλαβε πως η Θεά ήταν στη θύρα του Ύπνου και της μιλούσε. Η Θεά ήταν όπως την φαντάζονταν από μικρό κορίτσι. Έτσι είναι οι Θεοί. Γι’ αυτό φτιάχνουν τα αγάλματα οι Έλληνες. Για να σμιλέψει η ψυχή του καθενός αντίγραφα.

- Βάλε λίγο ψυμίθι στις παρειές και στα χείλη σου και έλα να με υπηρετήσεις στον ναό μου στο Δίον.

           Έτεινε το χέρι της και της έδωσε το δρύϊνο κουτί. Έβαλε το δάκτυλο της στην κόκκινη σκόνη και την άπλωσε στο αναψοκοκκινισμένο της μάγουλο.

- Και τα μαλλιά σου, λούσε τα και πιάσ' τα με τη….λόγχη σου.

           Πετάχτηκε πάνω αλαφιασμένη από το θείο όνειρο. Πήρε το ομορφοσκάλιστο κουτί με τα ψυμίθια από τα ριζά του δένδρου. Έψαξε τις πτυχές του χιτώνα της για την κοκάλινη βελόνα. Τα μαλλιά της θρεμμένα από το άγγιγμα της Θεάς ακουμπούσαν τους αγκώνες της πιο αστραφτερά από ποτέ. Τα έπιασε κότσο με τη βελόνα και μπήκε στο δάσος.

           Έφθανε στο Δίον.            

Ιωάννης Μπαχάς

θεσσαλονίκη, 20/2/2021



       Η ιστορία αυτή δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης στα πλαίσια της ψηφιακής δράσης "Το μουσείο έχει (τη δική σου) ιστορία!". Οι φίλοι του Μουσείου καλούνται να εμπνευστούν μια ιστορία ή ένα ποίημα από μια σειρά εκθέματα που προτείνει. Είχα τη χαρά και την τιμή να δημοσιευτεί η ιστορία της Κλαυδίας, αλλά και η συνέχεια της, στη σελίδα του Α.Μ.Θ. αλλά και στα κοινωνικά δίκτυα του. Σας παροτρύνω να γράψετε και εσείς μια ιστορία. Οι καλοί μου φίλοι Δημήτρης Παπαδόπουλος και Κατερίνα Κρυστάλλη, ανταποκρίθηκαν. Σύντομα θα δημοσιεύσω και τις δικές τους ιστορίες και ποιήματα.

Χαϊκού

 


Χαϊκού


Χιόνι στα κλαδιά. 

Την Άνοιξη καρτερούν. 

Η κερασιά μου.



Μαρία Σοφιαδή


         Η Μαρία Σοφιαδή είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια του Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ελλάδος. Το χαϊκού αυτό, καθώς και η φωτογραφία που το συνοδεύει, είναι οι πρώτες δημιουργίες της που μας εμπιστεύτηκε. Την ευχαριστούμε και περιμένουμε και άλλες δημιουργίες της.   





Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2021

Διήγημα: Λεγεωνάριος του Έρωτα

 Λεγεωνάριος του Έρωτα

 

          Όσο θεϊκό και αν ήταν το κορμί της με τις υπέροχες καμπύλες για τις οποίες μάλωναν στην ουρά έξω από το σπίτι οι γλύπτες και οι ζωγράφοι της πόλης, με τίποτε δεν συγκρίνονταν με το πάθος που προκαλούσε στους πελάτες της η ανταριασμένη θάλασσα των μαλλιών της. Στο άρωμα τους πνίγονταν οι άνδρες των Στόβων και κάποιοι επέμεναν πως τους έκαιγε η κόμη της όταν σαν λιωμένος χρυσός  ακουμπούσε στο πρόσωπο.         

"Το ήξερε και το απολάμβανε"
     Το ήξερε και το απολάμβανε. Είχε έρθει από τον άθλιο ασήμαντο οικισμό της στις εκβολές του Αξιού ανεβαίνοντας το ρεύμα του ποταμού σαν πέστροφα μέχρι την  ισοπολίτιδα πόλη των Ρωμαίων που ίδρυσε ο Βεσπασιανός, τους Στόβους. Μικρός παραπόταμος η ομορφιά της ενώθηκε με τον Εριγύνα και τον Αξιό, τους δύο ποτάμιους Θεούς, και κύκλωσε με λαγνεία τη νέα πόλη. Πίστευε πως η Αφροδίτη θα την καταλάβαινε που έκρυψε το όνομα της και ντύθηκε με το ρωμαϊκό Κλαυδία και ανηφόρισε ενθουσιασμένη μαζί με τα νιάτα της Μακεδονίας που μετά από χρόνια ζόφου, αίματος και λεηλασιών είδαν στη ρωμαϊκή ειρήνη μια ελπίδα. Κι’ ας έχασκε στην ψυχή τους ανεπούλωτη η πληγή της περηφάνιας του λαού τους που προσκυνούσε εδώ και δύο αιώνες τους Ρωμαίους.

"Νεόπλουτοι πολίτες των Στόβων, οι απόστρατοι λεγεωνάριοι" 

       Νεόπλουτοι πολίτες των Στόβων οι απόστρατοι λεγεωνάριοι που μετά από εικοσιπέντε χρόνια θητεία στον Άρη έρχονταν να ζήσουν τα χρόνια που τους έμεναν. Ήταν η άρχουσα τάξη των νέων πόλεων της αυτοκρατορίας. Δεν άφηναν όμως όλοι το ξίφος τους και αν και ο πλούτος που μάζεψαν, τους επέτρεπε να κάνουν ένα ζεστό λουτρό πριν πλαγιάσουν μαζί της, εντούτοις δεν ξέπλενε τη βιαιότητα που, σαν δεύτερο δέρμα, τους ακολουθούσε από τις μέρες των ματωμένων εκστρατειών.

             Ο Ιούλιος Βάσσος από την Πελαγονία, παλαίμαχος εκατόνταρχος, θυσίαζε πρόθυμα τους σηστέρτιους που βούτηξε στο αίμα για να μυρίζει τα φρεσκολουσμένα μαλλιά της που του άρεσε όμως και να τα τραβάει με βία πάνω στον παροξυσμό του πάθους. Και όταν το κόκκινο σύννεφο του σκέπαζε τα μάτια, την άρπαζε από αυτά και την πετούσε στον τοίχο. Τότε έβριζε και χαιρετούσε κάποιον ανύπαρκτο Καίσαρα που μόνο αυτός έβλεπε. Έφευγε πετώντας μερικούς σηστέρτιους στο πάτωμα. Ας τους μάζευε η πόρνη.

"Του άρεσε όμως να τα τραβάει με βία..."
       Εκείνο το βράδυ η Κλαυδία δεν εγκατέλειψε τα χρυσά της μαλλιά στη λύσσα του. Τους συμπαραστάθηκε. Όταν ο Ιούλιος έβαλε τα τραχιά του χέρια μέσα τους,  τράβηξε την κοκκάλινη βελόνα που τα συγκρατούσε και γυρίζοντας απότομα την κάρφωσε στο μάτι του. Το κόσμημα βγήκε από την πίσω πλευρά του κρανίου μαζί με το λιγοστό του μυαλό, στέλνοντας στον Άδη τον σκληροτράχηλο λεγεωνάριο που δεν κατάφεραν να καταβάλλουν οι αιμοβόροι Γαλάτες.

       Έβγαλε την βελόνα και την ξαναέβαλε στα μαλλιά της. Έτρεξε έξω ουρλιάζοντας  περνώντας από τους λεγεωνάριους που περίμεναν. Φώναζε πως φονιάδες μπήκαν από το παράθυρο.

       Απομακρύνθηκε.

       Εκείνο το βράδυ κούρεψε τα μαλλιά της για να μην την γνωρίσουν και κατηφόρισε προς το Δίον με ένα κάρο. Γνώριζε πως εκεί υπήρχε ένα θεραπευτήριο της Αφροδίτης που σε γιάτρευε με Έρωτα. Θα άρχιζε μια νέα ζωή. Ήταν, σκέφτηκε, μια λεγεωνάριος του Έρωτα. Αυτή η βελόνα ήταν το δόρυ της και σήμερα κατέκτησε με αυτό την ψυχή της. 

                                                                                                                                  Ιωάννης Μπαχάς



         Η ιστορία αυτή δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης στα πλαίσια της ψηφιακής δράσης "Το μουσείο έχει (τη δική σου) ιστορία!". Οι φίλοι του Μουσείου καλούνται να εμπνευστούν μια ιστορία ή ένα ποίημα από μια σειρά εκθέματα που προτείνει. Είχα τη χαρά και την τιμή να δημοσιευτεί η ιστορία της Κλαυδίας, αλλά και η συνέχεια της, στη σελίδα του Α.Μ.Θ. αλλά και στα κοινωνικά δίκτυα του. Σας παροτρύνω να γράψετε και εσείς μια ιστορία. Οι καλοί μου φίλοι Δημήτρης Παπαδόπουλος και Κατερίνα Κρυστάλλη, ανταποκρίθηκαν. Σύντομα θα δημοσιεύσω και τις δικές τους ιστορίες και ποιήματα.

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2021

Διήγημα: Σαν καινούργιος

 

Σαν καινούργιος



         Ο ιερέας έτρεμε. Ήταν ακόμη μια φορά που εύχονταν να ήταν καθολικός και όχι ορθόδοξος. Οι συνάδελφοι του οχυρώνονταν πίσω από το ξύλινο χώρισμα του εξομολογητάριου και δεν τους κατασπάραζαν σαν αμνούς οι αμαρτίες των πιστών. Στο δικό του δόγμα, ο αμαρτωλός γονάτιζε μπροστά του όμως ο ιερέας ήταν αυτός που λύγιζε από το βάρος των αποκαλύψεων. Και όταν ο εξομολογούμενος ήταν ένας “Περαματάρης του Άδη”, τότε… 
"Θα με συγχωρέσει ο κύριος;"
       Ο λιπόσαρκος άνδρας με το ακριβό κουστούμι δεν δίστασε να τσαλακώσει το παντελόνι του και ο ιερέας τον φαντάστηκε, καθώς τον άκουγε, να ξεκοιλιάζει τα θύματα του. Μικρά κορίτσια, προσφυγοπούλες, ασυνόδευτα αγοράκια και ανάπηρα παιδιά. Τα θώπευε, τα βίαζε και στο τέλος τα κομμάτιαζε και τα πετούσε στις χωματερές των καταυλισμών. Με αυτή τη σειρά του περιέγραψε τη ζωή του, γιατί μια ζωή ολόκληρη ανεβοκατέβαινε ο δαίμονας αυτός τους κύκλους της Δαντικής Κόλασης.

- Θα με συγχωρέσει ο Κύριος; τον ρώτησε και τον κοίταξε με ένα χαμόγελο που θα τον στοίχειωνε για πάντα.

- Ο Θεός συγχωρεί, οι άνθρωποι δεν το νομίζω.

- Αυτή δεν είναι η ουσία της μετάνοιας; Να ξεκινάς από την αρχή. Ε, πάτερ;

Σηκώθηκε, έστρωσε το παντελόνι στα γόνατα και άφησε έναν χοντρό φάκελο στο παγκάρι.

- Για τα φτωχά παιδιά.

Έφυγε σαν καινούριος. 

Ο ιερέας ήταν που πάλιωσε.


Ιωάννης Μπαχάς


Η ιστορία γράφτηκε με αφορμή τον διαγωνισμό με θέμα "Επανεκκίνηση" που διοργάνωσε η ιστοσελίδα 121Words και δημοσιεύτηκε με μορφή flash fiction (121 λέξεις).