Σάββατο 30 Μαΐου 2020

Καυτή απόδραση


Καυτή Απόδραση

Διήγημα του Γιάννη Μπαχά 

         
Το τεράστιο παγοδρόμιο γνώριζε δόξες 
Το τεράστιο παγοδρόμιο γνώριζε δόξες ημερών που χάθηκαν πια. Είχαν περάσει χρόνια από τότε όπου στη γλιστερή και αστραφτερή του επιφάνεια χόρευαν τόσα πολλά σώματα. Ενώ σήμερα.... τα σώματα ήταν και πάλι πολλά αλλά αυτός ήταν το μόνο.... ζεστό. Άντε και ένας-δύο ακόμη να ξάπλωναν σε αυτόν τον παγωμένο λειμώνα του θανάτου. Ίσως υπήρχαν και άλλοι που αγόρασαν τις υπηρεσίες της Μαφίας του Μπέργκαμο. Πόσο οξύμωρο ήταν, σκέφτηκε, να θεωρείται η φιλάνθρωπη αυτή πράξη της μεγάλης “Οικογένειας” του Ιταλικού Βορρά ως έγκλημα και κακούργημα. Εάν τους πιάνανε φυσικά, πράγμα που μόλις τώρα του πέρασε από το μυαλό. Δεν έπρεπε να σκέφτεται έτσι. Ήταν σίγουρος πως όλα θα πήγαιναν καλά. Όμως ούτε και αυτές οι σκέψεις δεν ήταν αρκετές για να τον ζεστάνουν ικανοποιητικά μέσα στον διπλό, αεροστεγή, χειρουργικό σάκο όπου ξάπλωνε. Δεν ήταν δα και άσκημα. Δεν έπρεπε να παραπονιέται. Ο σάκος αερίζονταν και είχε επιτέλους την ευκαιρία να ξαπλώσει, έστω και ακίνητος και κάπως άβολα. Είχε “πεθάνει” πραγματικά στη δουλειά τον τελευταίο χρόνο. Άκουγε τους εργάτες που έμπαιναν γρήγορα στον χώρο, απέθεταν τους σάκους με τις σωρούς και έφευγαν τρέχοντας όχι μόνο βέβαια από το φόβο της μόλυνσης αλλά και από το πολικό κρύο που επικρατούσε στην αίθουσα. Του είχαν δώσει όμως τις κατάλληλες συμβουλές και μέχρι να απομακρυνθεί από το παγοδρόμιο και να περάσει τα σύνορα με το νέο του διαβατήριο, αυτός δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο να κρυολογήσει μέσα στην ισοθερμική του φόρμα. Τα είχαν σκεφτεί όλα οι καλοί άνθρωποι του Ντον. Οι τσέπες του μπουφάν του ήταν ξέχειλες από ενεργειακές μπάρες και ζελέ. Έπρεπε όμως να προσέχει να μην κινείται πολύ και τον ξετρυπώσει κανένας περίεργος υγιειονομικός υπάλληλος ή αστυνόμος. Χαμογέλασε. Ήταν σίγουρος πως και αυτό θα το είχαν προβλέψει και θα είχαν παντού τους ανθρώπους τους.
           
Στη διαδρομή για το αποτεφρωτήριο
Ναι, ήταν αλήθεια, πως ήταν κάπως, τι κάπως, πολύ θα το έλεγες, μακάβριο, να ξαπλώνεις σε ένα απέραντο νεκροτομείο δίπλα σε μολυσμένα πτώματα και να περιμένει;ς να σε μεταφέρουν τα καμιόνια για αποτέφρωση. Αλλά οι εναλλακτικές του ήταν πολύ χειρότερες. Ανεργία, φτώχια και εξευτελισμός. Ίσως και φυλακή. Οι ώρες που περνούσε στον νεκρόσακο ήταν οι μόνες που ξεκουράστηκε τους τελευταίους μήνες. Εργάζονταν σαν σκλάβος σε τρεις δουλειές και έκανε ακόμη μία το βράδυ. Φυλούσε τη βάρδια κάποιου άλλου σε ένα εργοστάσιο. Και πάλι, με δανεικά και με τα όσα χρήματα τσοντάριζε η γυναίκα του και η μεγάλη του κόρη (τι ντροπή, Θεέ μου!) μετά βίας και μόλις πριν λήξουν οι προθεσμίες μπορούσε κάθε μήνα να πληρώσει τη δόση στην τράπεζα. Στην αδυσώπητη Bank of Bergamo. Στεγαστικά δάνεια, επιχειρηματικά, διακοποδάνεια, αλλά και τεράστια χρέη από εκείνη τη μαύρη περίοδο του εθισμού του στον τζόγο και τη ρουλέτα. Η λύση που του πρότεινε η Μαφία του Μπέργκαμο ήταν ουρανοκατέβατη. Ωραία σκέψη και αυτή!!! Μάλλον “χθονοανέβατη”, σκέφτηκε και γέλασε πάλι, αυτή τη φορά κάπως πιο δυνατά. Για ένα ποσό, όσο όλες του οι οικονομίες βέβαια και με υποθήκη το σπίτι και το εξοχικό του, τον δήλωσαν νεκρό από τον Κορωνοϊό. Οι ιατροδικαστές της ιδιωτικής εταιρείας που είχε αναλάβει τις νεκροψίες, χωρίς όμως τις απαιτούμενες νεκροτομές, και τα πιστοποιητικά θανάτου “λόγω εκτάκτων αναγκών”, τον κατέγραψαν ως θύμα της μάστιγας. Στη διαδρομή για το αποτεφρωτήριο στα περίχωρα της πόλης, θα τον φυγάδευαν στα σύνορα με την Ελβετία. Λίγο υπομονή έπρεπε να κάνει ακόμη και θα ήταν ελεύθερος.
             
Ο μεγαλόσωμος μπράβος με τη σπασμένη μύτη
“Πολύ ηλίθιος είναι τελικά ο δικός μας. Κουνιέται συνέχεια από την ώρα που τον έβαλαν στο πάτωμα. Θα μας πάρει χαμπάρι κανένας καραμπινιέρος και θα μας τη χαλάσει τη δουλειά. Δεν φτάνει που θα τη σκαπουλάρει από τα χρέη το λαμόγιο, δεν μπορεί να κάνει και τον ψόφιο για λίγη ώρα ακόμη”. Ο πιο κοντός από τους δύο άνδρες με τις μάσκες και τις πράσινες στολές ήταν εμφανώς εκνευρισμένος και φαινόταν σαν να μαλώνει με τον θηριώδη συνομιλητή του. Ο μεγαλόσωμος μπράβος με τη σπασμένη μύτη του έκανε νόημα να σωπάσει και γύρισε προς την πόρτα για να απαντήσει στο τηλέφωνο. Ακούμπησε την παλάμη του στο αυτί για να ακούσει καλύτερα. Τα μηχανήματα της ψύξης έκαναν έναν διαβολεμένο σαματά.
“Διατάξτε Ντον”.
“Τελείωσε η δουλειά σου εκεί. Μπορείς να φύγεις. Όλοι σας να φύγετε. Θα τους πάρουν οι στρατιώτες για το κρεματόριο μαζί με τους νεκρούς. Πίστεψε με είναι καλύτερα έτσι. Τα χρέη του σβήστηκαν, ας σβήσουν και τα ίχνη μας. Όποιος τον έκλαψε, έχει πενθήσει αρκετά ήδη. Ζωή σε λόγου μας”. Αφού το έλεγε ο Ντον, ήταν Νόμος.
“Φεύγουμε. Άλλαξαν τα σχέδια. Ειδοποίησε τους άλλους”.
“Τουλάχιστον στο κρεματόριο θα ζεσταθεί για τα καλά”, είπε στον σύντροφό του.
Φρικτό αστείο σκέφτηκε, αλλά τέτοιες ώρες......

         
Με το διήγημα "Καυτή απόδραση" συμμετείχα στη λογοτεχνική δράση (πες το και διαγωνισμό) που διοργάνωσαν οι εκδόσεις Red n' Noir με θέμα σχετικό με την πανδημία. Οι αναγνώστες της σελίδας του βιβλιοπωλείου στα κοινωνικά δίκτυα κλήθηκαν να ψηφίσουν τα κείμενα και τα κόμικ που τους άρεσαν, αλλά όλα θα βρουν φιλόξενη στέγη σε σχετική έκδοση. Αν και όχι στις πρώτες θέσεις, πολλοί ήταν όσοι τους άρεσε η ιστορία. Ευχαριστώ τους διοργανωτές, τους δημιουργούς και τους φίλους που αγκάλιασαν όλες τις συμμετοχές. Ελπίζω να άρεσε και σε εσάς.

Ιωάννης Μπαχάς
Θεσσαλονίκη, 12/4/2020

Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

Ντελίβερι στα χρόνια του κορωνοϊού


Ντελίβερι στα χρόνια του κορωνοϊού


Του Γιάννη Κατσιγιάννη

         
Το αδιάβροχό μου πασπάλιζε με σταγόνες βροχής
       Τέταρτος όροφος χωρίς ασανσέρ. Κοντοστέκομαι στο κεφαλόσκαλο, καθώς οι ανάσες μου προσπαθούν ν’ ανασύρουν απ’ τη μνήμη τους έναν πρότερο ρυθμό. «Καλημέρα σας» ψελλίζω στην κυρία που με περίμενε. «Σας έφερα την...», «...παραγγελία!» με συμπληρώνει, ενώ η ανάσα μου μ’ αποχαιρετά.
Φευγαλέα ρίχνω μια αμήχανη ματιά νιώθοντας κάπως που πάλεψα πριν να αρθρώσω το αυτονόητο. Μέση ηλικία, ψηλή, οβάλ πρόσωπο, συμπαθητική φυσιογνωμία. Αλλά δεν θα θυμάσαι και πολλά. Πρόχειρο ντύσιμο για μες στο σπίτι, άσπρα γάντια και μάσκα -τα απαραίτητα αξεσουάρ υποδοχής που βγαίνουν και σε μαύρο, πράσινο, αλλά και με σχέδια για όσους αναζητούν μια πιο αλτέρνατιβ προστασία.
           Το αδιάβροχό μου πασπάλιζε με σταγόνες βροχής το περιεχόμενο του θερμόσακου καθώς έκανα να το ψαρέψω. Δύο εσπρέσο -ένα μέτριο, το άλλο με τρεις ζαχαρίνες-, μια σοκολάτα λευκή και μπράουνις. Τα απολύτως απαραίτητα δηλαδή για μια βροχερή, αφέγγαρη νύχτα με κορωνοϊό...
Και συνειρμικά μου 'ρχονται εικόνες από συναδέλφους που δουλεύουν σε πιτσαρίες, γυράδικα, κρεπερί... Με τις σακούλες στο χέρι, λασπωμένοι, να ψάχνουν τα κουδούνια στα σκοτεινά μ’ έναν κινέζικο φακό. Κι όταν κάποια στιγμή η πόρτα του διαμερίσματος ανοίγει: "Α, βρέχει; Αν το είχα καταλάβει, δεν θα...".
Δεν ξέρω, αλλά, πέραν των άλλων, έχω την αίσθηση πως αυτό το τραγούδι που ξανάρθε στην επιφάνεια με αφορμή μια τόσο τραγική συγκυρία ακούγεται από κάποιους μάλλον... επιλεκτικά! «Θα κάτσω σπίτι, θ’ αράξω σπίτι...», ΟΚ, αλλά παρακάτω λέει «κι άμα πεινάσω, τηγανίζω κάνα αυγό!». Άσε που, όταν το έγραφε ο αείμνηστος Κηλαηδόνης, άλλες εποχές, άλλες διαθέσεις, εντελώς άλλα εννοούσε...
           «Και ’γώ σ’ αγαπώ» ψιθύρισα από μέσα μου, καθώς το χέρι μου αποχωριζόταν τη σοκολάτα. Η μάσκα, σε συνδυασμό με τα χνώτα, μου θόλωσαν τα γυαλιά. Δεν βλέπω τίποτα. Κάνω να την κατεβάσω αφήνοντας εκτεθειμένη τη μύτη. «Δεν τη φοράς καλά» μου κάνει αφήνοντας μαζί κι ένα πειραχτικό χαμόγελο.
Χαμογελώ. Στην προκειμένη περίπτωση παίζει μια πιο ανάλαφρη αντιμετώπιση της πρωτόγνωρης για όλους μας συνθήκης. Προσωπικά την προτιμώ, αλλά και την προτείνω. Δεν λέει να χάνουμε το χιούμορ μας. Δεν λέει να χάνουμε την επαφή μας. Έστω την οπτική -και δεν αναφέρομαι σε ’κείνη πίσω από τις οθόνες. Την άλλη έτσι κι αλλιώς τη χάσαμε, μόνο μην μας μείνει το κουσούρι όταν όλα θα έχουν τελειώσει. Σ’ άλλες περιπτώσεις ακούς μονάχα μια φωνή απ’ το υπερπέραν -το υπερπέραν, ξέρεις, βρίσκεται μόλις πίσω από μια κλειστή πόρτα- να σου λέει: «Άστο στο χαλί, έχει και 50 λεπτά για τον κόπο σου». Παλ Μαλ για το τελευταίο.
           
Τουλάχιστον, όμως, εσύ μην με ξεχνάς
Τα γάντια μου πιάνονται στο φερμουάρ του πορτοφολιού. Πασχίζω να δώσω τα ρέστα. «Καληνύχτα», «καληνύχτα». Αυτό και τίποτε παραπάνω. Στράφι και το «συμπαθητική φυσιογνωμία» ή, μάλλον, εδώ προστίθεται κι ένας αστερίσκος του τύπου «ναι μεν, αλλά...». Το πουρμπουάρ παραμένει μια λέξις άγνωστη, μια ανύπαρκτη πόλη χαμένη κάπου στη Γαλλία...
            Κατηφορίζω τα σκαλιά με τις γαλότσες, συσκευασμένος μέσα σ’ ένα χοντρό αδιάβροχο. Το δεύτερο κάνει αδιαλείπτως αισθητή την παρουσία του μέσα από μια ποικιλία συριγμών. Προς στιγμήν καλλιεργώ την ψευδαίσθηση του άτρωτου Ρόμποκοπ. Ψέματα! Ένα τρεμάμενο φύλλο, αυτό είμαι, στη μέση των απειλητικών σκαλοπατιών. Άγιε των ντελιβεράδων, κράτα το φως ανοιχτό, σε παρακαλώ, μην ντεραπάρω λίγα μέτρα πριν από τον διακόπτη. Στον γυαλιστερό δρόμο, πριν, φθηνά τη γλιτώσαμε.
            Και κάτι ακόμα. Ένας ντελιβεράς είμαι στα χρόνια του κορωνοϊού. Εκτίθεμαι σε ανθρώπους πολλούς, και συνάμα σ’ έναν αόρατο εχθρό. Κανείς δεν μιλάει για μένα: (ά)τρωτος βλέπεις... Τουλάχιστον, όμως, εσύ μην με ξεχνάς. Μα τώρα έφτασα κάτω και μπορείς, αν θέλεις, να σβήσεις το φως. Άνοιξα και την εξώπορτα. Ευχαριστώ. Καληνύχτα...

Το κείμενο του Γιάννη Κατσιγιάννη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Αυγή" στις 9 Απριλίου 2020. 

        
Ο Δάσκαλος, η Έμπνευση μας
         Ο Γιάννης Κατσιγιάννης είναι ο εμπνευσμένος Δάσκαλος μας της Δημιουργικής Γραφής στο Κέντρο Δια Βίου Μάθησης του Δήμου Θεσσαλονίκης. Δυστυχώς η εποπτεύουσα Αρχή του Προγράμματος (όχι ο Δήμος Θεσσαλονίκης) έκρινε πως μετά από 14 δίωρα μαθήματα που παρακολούθησαν με ζήλο οι μαθητές του, το Πρόγραμμα έπρεπε να διακοπεί καθώς "έπεσε" κάτω από τους δέκα μαθητές!!! Τη στιγμή που τα Σχολεία ανοίγουν και υπάρχει δικαίως μέριμνα για την εξ' αποστάσεως εκπαίδευση των μαθητών που για λόγους υγείας δεν θα μπορέσουν να έχουν φυσική παρουσία στο μάθημα, οι μαθητές του Τμήματος, όλοι μας ενήλικοι και οικιοθελώς συμμετέχοντες, αναγκαζόμαστε να διακόψουμε τη δημιουργική προσπάθεια που μας ενέπνευσε ο Γιάννης και που οι καρποί της θα ξάφνιαζαν τον Δήμαρχο μας που μάλλον το αγνοεί. Όταν ενημερωθεί, ελπίζουμε πως θα αποκαταστήσει την αδικία προς τους δημότες του, αλλά και την Λογοτεχνία.