Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

 

Η τελευταία επιθυμία

του Δημήτρη Δελαρούδη 


         

"...λουζόντουσαν από ένα νοσηρό πράσινο φως.."
       Ο μελλοθάνατος ονόματι Μάρκους Ντιν, στεκόταν στην είσοδο του διαδρόμου που διέσχιζε τον Εθνικό Αποσυνθετή Ύλης. Ανά μικρά τακτά διαστήματα, οι δύο τριγωνικές πλευρές του διαδρόμου λουζόντουσαν από ένα νοσηρό πράσινο φως· ολοφάνερο σημάδι ότι ο Εθνικός Αποσυνθετής βρισκόταν σε ετοιμότητα να αποσυνθέσει τον κάθε άτυχο θανατοποινίτη που θα ήταν υποχρεωμένος να τον διασχίσει.

      Διακόσια μέτρα πέρα από τον Εθνικό Αποσυνθετή Ύλης, δέσποζε η κατάμαυρη, ύψους οκτακοσίων μέτρων, πυραμίδα του Εθνικού Κεντρικού Υλοποιητή Σκέψης. Εκατομμύρια μικροσκοπικά, πολύχρωμα, λαμπάκια αναβόσβηναν στην στιλπνή, μαύρη επιφάνειά της πυραμίδας που ήταν επενδυμένη με συνθετικό γαγάτη. Το κάθε λαμπάκι αντιπροσώπευε κι έναν Οικιακό Υλοποιητή Σκέψης που δούλευε πυρετωδώς εκείνη τη στιγμή σε κάποιο διαμέρισμα, αντλώντας απίστευτες ποσότητες πυρηνικής ενέργειας από την κεντρική πυραμίδα για να υλοποιήσει με κάθε λεπτομέρεια την επιθυμία του εκάστοτε ενοίκου.

  Καθισμένος αναπαυτικά επάνω στον επιβλητικό του θρόνο από εκθαμβωτικό συνθετικό ιάσπη και λαμπερό συνθετικό νεφρίτη, κάπου ανάμεσα στον Αποσυνθετή και τον Υλοποιητή, βρισκόταν ο τέταρτος των Μεγίστων Κριτών. Μειδιούσε μεφιστοφελικά –όπως ο ίδιος ο οικοδεσπότης της Κόλασης– τρίβοντας τα χέρια του χαιρέκακα κάτω από την ασημιά του μπέρτα γιατί, κάθε φορά που επρόκειτο να καταδικάσει έναν εγκληματία σε θάνατο ριγούσε από ηδονή. Αφού υιοθέτησε ένα ύφος γεμάτο περιφρόνηση για να ταιριάζει στην περίσταση, καθάρισε το λαιμό του και είπε:

«Κύριε Μάρκους Ντιν, σας καταδικάζω σε θάνατο διότι χθες το βράδυ, στις είκοσι δύο και τριάντα τρία ακριβώς, εκστομίσατε τη λέξη...»

Ο Μέγιστος Κριτής έβγαλε από την τσέπη του ένα καρτελάκι που έγραφε με κόκκινα παχιά γράμματα τη λέξη «ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ» και την έδειξε στον μελλοθάνατο.

«Μήπως κάνω λάθος;»

        Ο Μάρκους Ντιν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

   «Όχι, Τέταρτε των Μεγίστων, δεν κάνετε λάθος, ούτε θα μπορούσα να διαψεύσω τις εκατόν είκοσι οκτώ δημόσιες κάμερες που κατέγραψαν το συμβάν. Πρόφερα τη συγκεκριμένη λέξη μονολογώντας στο δρόμο για το σπίτι μου».

        «Α, χα! Το παραδέχεσαι λοιπόν! Και τι έχεις να απολογηθείς;»

       «Δεν το έκανα σκόπιμα. Δεν είχα καμιά πρόθεση να ξεστομίσω αυτή τη λέξη».

        «Τότε, για ποιο λόγο την προφέρατε, κύριε Ντιν;»

     «Ξέρετε… Είναι φορές που μου έρχονται διάφορες παράξενες λέξεις στο μυαλό… Πολλές φορές μπορεί να μη γνωρίζω τι ακριβώς σημαίνουν, αλλά να... Θα σκάσω αν δεν τις ξεστομίσω ώστε ν’ ακούσω τον ήχο τους... Θα μπορούσε να είναι για παράδειγμα η λέξη “εκβραχιστικός” ή ακόμη η λέξη “δεξαμενισμός”. Σας ορκίζομαι ότι δε γνωρίζω ούτε τη σημασία της μιας, ούτε της άλλης, αλλά άμα τις δω κάπου γραμμένες και δεν τις προφέρω για να ακούσω πως προφέρονται, θα σκάσω, ω, Μέγιστε.

»Έτσι συνέβη κι χθες το βράδυ. Μού ‘ρθε αυτή η καταραμένη λέξη στο μυαλό –σας ορκίζομαι δεν μπορώ να θυμηθώ που την είδα γραμμένη– και άρχισε να στριφογυρίζει σα λυσσασμένη σφήκα ανάμεσα στις σκέψεις μου. Ε, κι εγώ δεν άντεξα· την ξεστόμισα, π’ ανάθεμά την!

»Αλλά πιστέψτε με, Μέγιστε, δε θυμόμουν καθόλου ότι βρισκόταν στη λίστα με τις δημόσια απαγορευμένες λέξεις. Στο κάτω-κάτω, δεν την είπα σε κανένα… Ήμουν μόνος μου εκείνη τη στιγμή... Λυπηθείτε με, Μέγιστε! Λυπηθείτε με!»

"..αναβόσβηναν στην στιλπνή, επιιφάνειά της πυραμίδας"
   Ο Κριτής κόντεψε να εκραγεί από το θυμό του.

«Πως! Και το θέτεις αυτό ως δικαιολογία; Γνωρίζεις πως αυτή είναι η πιο επικίνδυνη λέξη της χώρας; Γνωρίζεις ποιες συνέπειες μπορεί να έχει αν την ακούσει κάποιος που δεν την έχει ακούσει ποτέ στη ζωή του; Απαγορεύεται αυστηρά δια νόμου να θυμίζουμε στους συνανθρώπους μας λέξεις και έννοιες που ο πολιτισμός μας έχει εξαφανίσει από την πανανθρώπινη συλλογική μνήμη...»

«Μα εγώ… Δεν ήθελα να–»

«Αυτό είναι απαράδεκτο…» του έδειξε πάλι το καρτελάκι με την απαγορευμένη λέξη, «όταν έχουμε προσεγγίσει το, για αιώνες, απροσδόκητο τεχνολογικό επίπεδο! Έχουμε καταφέρει ως πολιτισμός να κατασκευάσουμε τον Υλοποιητή της Σκέψης· το μεγαλύτερο επίτευγμα της ανθρωπότητας! Απολαμβάνουμε τα πάντα χωρίς κατάχρηση. Όχι, πείτε μου· τι σας έλειψε, κύριε Ντιν, και αντιδράσατε τόσο αχάριστα;»

«Μα σας είπα... Εγώ δεν σκόπευ–»

«Δικαιολογίες! Είσαστε αγνώμων! Ας υποθέσουμε ότι επιθυμούσατε ένα ωραίο και νόστιμο φαγητό. Το μόνο που είχατε να κάνετε ήταν να πάτε στο διαμέρισμά σας, να σταθείτε μπροστά στον προσωπικό σας θάλαμο Υλοποίησης Σκέψεων που συνδέεται μ’ αυτό το θεϊκό μηχάνημα». Ο Κριτής έδειξε την τιτάνια πυραμίδα με τον αντίχειρα.

«Έπειτα, θα έπρεπε να φανταστείτε πολύ έντονα το συγκεκριμένο γεύμα και μετά να εκφράσετε λεκτικά την επιθυμία σας. Σ’ ένα ή δύο δευτερόλεπτα, το πεντανόστιμο φαγητό θα είχε υλοποιηθεί στον Οικιακό σας Θάλαμο. Σωστά;»

Ο Μάρκους Ντιν ένευσε.

«Ή μήπως σας απαγόρευσε κανείς να βιώσετε μια ψυχοταινία ή να απολαύσετε ένα υποσυνείδητοτράγουδο; Σας στέρησε ποτέ κανείς μια βόλτα με το πολυτελέστερο αιθεροκίνητο της Γης; Μήπως το πιο κομψό κουστούμι ή ένα έργο τέχνης; Σας τα αρνήθηκε ποτέ κανείς όλα αυτά;»

«Σύμφωνοι, αλλά διαρκούν μόνο είκοσι–»

«Εικοσιτέσσερις ώρες… Έχετε δίκιο, κύριε Ντιν. Δε διαφωνώ. Αλλά, τι να τις κάνετε τις παραπάνω ώρες; Εικοσιτέσσερις είναι πέρα από αρκετές. Το φαγητό θα το έχετε χωνέψει σε τρεις μόνο ώρες, το κοστούμι θα το φορέσετε σε μια βραδινή έξοδο ή μια επίσημη κοινωνική υποχρέωση. Από την άλλη, ποιος σας απαγόρευσε να επαναλάβετε την επιθυμία σας την επόμενη μέρα;

»Ενέργεια που μετατρέπεται άμεσα σε ύλη και, ύλη, που φυσικά ξαναγίνεται ενέργεια μετά το πέρας των είκοσι τεσσάρων ωρών για να επιστρέψει πίσω, στην πυραμίδα του Υλοποιητή απ’ όπου πηγάζουν όλα τα αγαθά της κοινωνίας μας.

»Εδώ και διακόσια χρόνια, η ανθρωπότητα έχει καταφέρει να εξισορροπήσει απόλυτα την κατανομή της υλοενέργειας, κύριε Ντιν! Εδώ και διακόσια χρόνια, όλοι απολαμβάνουν εξίσου τα προϊόντα του Υλοποιητή! Υπερ-Ισότητα! Το όραμα όλων των φιλοσόφων του μακρινού μας παρελθόντος!

»Μάθετε λοιπόν ότι για τον –πάνσοφο– αυτό λόγο, όλα τα δημιουργήματα του Υλοποιητή Σκέψης δε διαρκούν πάνω από εικοσιτέσσερις ώρες...»

«Το γνωρίζω, αλλά εγώ–» πήγε να απολογηθεί ο Ντιν, αλλά δεν πρόλαβε.

"...το μεγαλύτερο επίτευγμα της ανθρωπότητας!"
   «Και σεις, κύριε… Αχάριστε, ξεστομίσατε αυτή την άπρεπη και καταραμένη λέξη... Ασυνείδητα λέει! Ακούσια λέει! Ανήκουστο! Κι αν σας άκουγε ένας πολίτης που έστριβε εκείνη τη στιγμή τη γωνία, τότε τι θα απαντούσατε κύριε Σκυλί Που Δαγκώνει Το Χέρι Που Το Ταΐζει; Ποιος θ’ αναλάμβανε τη φροντίδα ενός φιλήσυχου συμπολίτη μας όταν εκείνος θα αποκτούσε ψυχικά τραύματα λόγω της πράξης σας; Και ο υπαίτιος θα ήσασταν εσείς, κύριε Αγνώμων...»

»Δια ταύτα: σας καταδικάζουμε σε αποσύνθεση στον Εθνικό Αποσυνθετή Ύλης. Ορίστε, μπορείτε να διασχίσετε αμέσως τον διάδρομο αποσύνθεσης…»

«Μισό λεπτό!» αντέδρασε ο θανατοποινίτης. «Και το δικαίωμα της τελευταίας επιθυμίας;»

«Χμ, σωστά… Βλέπω ότι γνωρίζετε πολύ καλά τα δικαιώματά σας. Σας ανακοινώνω, λοιπόν, ότι ως μελλοθάνατος έχετε το δικαίωμα μιας τελευταίας επιθυμίας, που, φυσικά, θα την πραγματοποιήσει η ύστατη εφεύρεση της ανθρωπότητας: ο Υλοποιητής Σκέψης...

»Έχετε βέβαια κατά νου ότι δεν θα υλοποιηθούν επιθυμίες που αναιρούν την απόφαση του δικαστηρίου. Για το λόγο αυτό, μη χάνετε άδικα τον χρόνο σας και σκεφτείτε κάτι ταιριαστό στην περίπτωσή σας. Για παράδειγμα ένα πανάκριβο πούρο, ένα σπάνιο ποτό, ακόμη κι ένα απαγορευμένο ναρκωτικό… Ίσως μια νύχτα με την ωραιότερη γυναίκα της οικουμένης…

»Σκεφτείτε, κύριε Μάρκους Ντιν... Σκεφτείτε καλά αυτό που θα ζητήσετε – και είπαμε· όχι κόλπα!

Ο Μάρκους Ντιν έστρεψε το κορμί του προς τον Φορητό Θάλαμο Υλοποίησης Σκέψης, που βρισκόταν στημένος δίπλα του ειδικά για τέτοιου είδους περιπτώσεις, και άρχισε να φαντάζεται. Δεν ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που θα φανταζόταν κάτι τόσο έντονα· τόσο ζωντανά και με τόση ενδελέχεια και λεπτομέρεια. Τα λεπτά περνούσαν και ο Τέταρτος των Κριτών, εκνευρισμένος στο έπακρο, άρχισε να κουνά νευρικά τα γόνατά του και να χτυπά τις πατούσες του κάτω από τον ασημένιο του μανδύα.

Έπειτα από μισή ώρα ακριβώς, ο μελλοθάνατος έσκυψε ελαφρώς πάνω από το μικρόφωνο του φορητού Υλοποιητή, άνοιξε το στόμα του και ψιθύρισε ένα ζεύγος λέξεων. Κανένας, πέρα από το μηχάνημα, δεν κατάφερε ν’ ακούσει τι είχε επιλέξει ως τελευταία του επιθυμία.

Ο μελλοθάνατος, στάθηκε στην είσοδο του Αποσυνθετή Ύλης, πήρε μια βαθιά ανάσα και έκανε το πρώτο βήμα προς την ανυπαρξία. Τα φώτα του Αποσυνθετή, έβαψαν πράσινο το πρόσωπό του, καθώς εκείνος σκεφτόταν ακόμη τις δύο λέξεις που είχε ψιθυρίσει στο μηχάνημα πριν από τριάντα δευτερόλεπτα. Επρόκειτο για τις δύο ίδιες λέξεις που πρόφερε κάθε βράδυ στο μικρόφωνο του Υλοποιητή Σκέψης του διαμερίσματός του, στις 23:59 ακριβώς, εδώ και διακόσια χρόνια. Δεν ήταν άλλες από το ονοματεπώνυμό του.

Όταν έκανε το δεύτερο βήμα στον διάδρομο του Αποσυνθετή, κανένας δεν παρατήρησε ότι ένα μικροσκοπικό, κόκκινο λαμπάκι άρχισε να αναβοσβήνει ανάμεσα στα υπόλοιπα εκατομμύρια πολύχρωμα λαμπάκια της επιφάνειας της κολοσσιαίας μαύρης πυραμίδας.


Δημήτρης Δελαρούδης


       “Η περιέργεια μου για το άγνωστο και το μυστήριο έμοιαζε μ’ ένα τιτάνιο αόρατο δάχτυλο που έσπρωχνε την πλάτη μου και με ανάγκαζε να προχωρήσω παραπέρα και να ανακαλύψω τι άλλο υπήρχε κρυμμένο...”

        Ένα αόρατο “δάχτυλο” σπρώχνει τον Θεσσαλονικιό συγγραφέα της φανταστικής λογοτεχνίας, Δημήτρη Δελαρούδη να εξερευνά μέσα από το έργο του τις “άφατες” εκείνες περιοχές που αψηφούν τον χρονο-ποταμό και βρίθουν από παρουσίες. Στο δεύτερο βιβλίο του, που εκδόθηκε τον Σεπτέμβριο του 2020, από τις εκδόσεις Πηγή, μας αποκαλύπτει τις “δυνατότητες υπονόμευσης, στα βάθη της ψυχής και του μυαλού, που απολαμβάνει η μουσική”

         

    Τη συνέντευξη που μου παραχώρησε στην διαδικτυακή ραδιοφωνική εκπομπή "Το Κάλεσμα του Κθούλου" στο Ραδιόφωνο του Ερευνητικού Οργανισμού Ελλήνων, μπορείτε να τη διαβάσετε στην ιστοσελίδα του πολιτιστικού περιοδικού Κήρυκος Λίθος, όπου και δημοσιεύτηκε. Με δύο εξαιρετικά βιβλία στο ενεργητικό του, τον "Ιό της Βαβέλ" και το προσφάτως εκδοθέν "Μυστικό Άστρο", και δεκάδες διηγήματα που διακρίθηκαν σε διαγωνισμούς και ανθολογήθηκαν σε συλλογές, ο Δημήτρης Δελαρούδης αποτελεί το παρόν και το μέλλον της Ελληνικής Λογοτεχνίας του Φανταστικού και όχι μόνο αυτής. Τον ευχαριστώ θερμά για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε με την παραχώρηση του συγκλονιστικού διηγήματος του, που πιστεύω πως απολαύσατε όπως και εγώ (και μέσα στην κατάσταση που βιώνουμε τόσο, μα τόσο προφητικό...).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου