Η Πόρτα
της Ελπίδας Πέτροβα
Όλα ξεκίνησαν όταν αποφάσισα να μετακομίσω. Οι γονείς μου είχαν πεθάνει σε ενα αυτοκινητιστικό πριν μερικούς μήνες και δεν άντεχα να μένω στο πατρικό μας πια. Όλα θύμιζαν στιγμές συγκινητικές, η κάθε γωνιά, το κάθε αντικείμενο. Ξεκίνησα να πακετάρω προσπαθώντας να μην κλαίω με το καθετί που ανακάλυπτα και με γυρνούσε στην παιδική και όχι μόνο ηλικία μου. Αναζητούσα την αλλαγή και τι πιο ανατρεπτικό από μια μετακόμιση, μια καινούρια ζωή.
Τότε την είδα... |
Αλλά πάλι εγώ δεν τα πίστευα αυτά ποτέ. Νάτο όμως που κάτι συνέβαινε. Με πολύ αργές κινήσεις την άνοιξα. Διέκρινα άσπρα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο κενό. Δεν ήξερα τι να κάνω. Κι αν εγκλωβιζόμουν μέσα στα σκοτάδια μαζί με τα ανύπαρκτα ή μάλλον υπαρκτά τέρατα; Η περιέργειά μου ξεπέρασε το φόβο. Βρήκα ένα σπάγγο και τον έδεσα στην κανονική πόρτα του δωματίου για να βρω το δρόμο της επιστροφής. Σκέφτηκα τον Μίτο της Αριάδνης. Μην ξεχνάς ότι η Μυθολογία ήταν το φόρτε μας σωστά; Πήρα μαζί και το κινητό μου, άναψα τον φακό του και σιγά σιγά κατέβηκα τις σκάλες. Η είσοδος του δωματίου μου τώρα αχνοφαινόταν. Αν και κατέβαινα είχα την αίσθηση ότι απλά περνούσα το δρόμο απέναντι. Ο διάδρομος στενόμακρος απροσδιορίστου χρώματος μύριζε κλεισούρα και ναφθαλίνη, σα να μην τον είχε περπατήσει ποτέ άνθρωπος. Τα χέρια μου είχαν ιδρώσει και φοβόμουν μήπως γλιστρήσει ο σπάγγος και χαθώ. Δε θυμάμαι μετά από πόση ώρα συνάντησα άλλη μια πόρτα αυτή τη φορά με χερούλι. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο έντονα που νόμιζα ότι δε θα προλάβαινα να την άνοιξω, θα έσκαγε πάνω της με κρότο. Ακούμπησα το αυτί μου. Άκουσα απροσδιόριστες φωνές και φασαρία μέχρι που κάποιος φώναξε το όνομά μου: Σοφία.
Τότε την άνοιξα. Βρέθηκα ανάμεσα σε ρούχα, φουστάνια και παπούτσια. Φαντάζεσαι την έκπληξή μου όταν συνειδητοποίησα πως βρισκόμουν στη ντουλάπα μου. Τα φύλλα της ήταν μισάνοιχτα και μπορέσα να διακρίνω τους ανθρώπους στο δωμάτιο. Εκεί πάνω στο κρεβάτι, στη μέση ακριβώς καθόμουν Εγώ. Αμέσως έπιασα το στόμα μου με το χέρι για να μην ουρλιάξω. Ο σπάγγος ίσα που δε μου ξέφυγε. Τα ίδια μαύρα κοντά μαλλιά, τα ίδια μπλε μάτια. Εγώ και στην ντουλάπα και στο κρεβάτι.
Σίγουρα ονειρευόμουν... |
Γύρισα εξαντλημένη στο δωμάτιό μου. Έκλεισα την πόρτα κι έβαλα τα κλάμματα τόσο δυνατά που φοβήθηκα μήπως ακουστώ μέχρι την άλλη πλευρά. Ήταν άδικο. Άδικο να έχεις εσύ τους γονείς μας κι εγώ όχι. Γιατί; Από την άλλη πλευρά τι ήταν όλο αυτό; Παράλληλο σύμπαν;
Το σκέφτηκα πάνω από μια βδομάδα διεξοδικά. Έχασα τον υπνο μου. Κάθε βράδυ σε επισκεπτόμουν για να επιβεβαιώσω ότι όλα αυτά δεν ήταν μια παραίσθηση. Απορούσα πως δεν είχες ανακαλύψει κι εσυ την πόρτα νωρίτερα. Η επιχείρηση μετακόμιση αναβλήθηκε μέχρι νεωτέρας. Λίγο πριν καεί ο εγκέφαλός μου το αποφάσισα. Το ξέρω ,το ξέρω δεν είναι εντελώς σωστό γιατί πάλι η μια από τις δύο είναι αδικημένη, αλλά τουλάχιστον δεν είμαι εγώ. Η επιχείρηση απαγωγή του εαυτού μου λίγο έλειψε να καταστραφεί. Φοβήθηκα ότι το χλωροφόρμιο στο πανί που σου σκέπασα το πρόσωπο δε θα έπιανε. Έτσι κι αλλιώς μόνο στις ταινίες το είχα δει. Το να σε σύρω επίσης μέχρι εδώ και να ανέβω σκάλες δεν ήταν εύκολο. Δεν ήξερα ότι ήμασταν τόσο βαριές. Από αύριο ξεκινάω διαίτα. Θα αναρωτιέσαι επίσης γιατί είσαι δεμένη με χειροπέδες στο κρεβάτι και φιμωμένη.
Σε χαιρετώ Σοφία... |
Σε χαιρετώ Σοφία και θα δώσω πολλά πολλά φιλάκια στη μαμά και στο μπαμπά. Ανυπομονώ να τους σφίξω στην αγκαλιά μου και πάλι.
Η Ελπίδα |
Ανατριχιαστικό και υπέροχο!
ΑπάντησηΔιαγραφή