Καυτή
Απόδραση
Διήγημα του Γιάννη Μπαχά
|
Το τεράστιο παγοδρόμιο γνώριζε δόξες |
Το τεράστιο
παγοδρόμιο γνώριζε δόξες ημερών που
χάθηκαν πια. Είχαν περάσει χρόνια από
τότε όπου στη γλιστερή και αστραφτερή
του επιφάνεια χόρευαν τόσα πολλά σώματα.
Ενώ σήμερα.... τα σώματα ήταν και πάλι
πολλά αλλά αυτός ήταν το μόνο.... ζεστό.
Άντε και ένας-δύο ακόμη να ξάπλωναν σε
αυτόν τον παγωμένο λειμώνα του θανάτου.
Ίσως υπήρχαν και άλλοι που αγόρασαν
τις υπηρεσίες της Μαφίας του Μπέργκαμο.
Πόσο οξύμωρο ήταν, σκέφτηκε, να θεωρείται
η φιλάνθρωπη αυτή πράξη της μεγάλης
“Οικογένειας” του Ιταλικού Βορρά ως
έγκλημα και κακούργημα. Εάν τους πιάνανε
φυσικά, πράγμα που μόλις τώρα του πέρασε
από το μυαλό. Δεν έπρεπε να σκέφτεται
έτσι. Ήταν σίγουρος πως όλα θα πήγαιναν
καλά. Όμως ούτε και αυτές οι σκέψεις δεν
ήταν αρκετές για να τον ζεστάνουν
ικανοποιητικά μέσα στον διπλό, αεροστεγή,
χειρουργικό σάκο όπου ξάπλωνε. Δεν ήταν
δα και άσκημα. Δεν έπρεπε να παραπονιέται.
Ο σάκος αερίζονταν και είχε επιτέλους
την ευκαιρία να ξαπλώσει, έστω και
ακίνητος και κάπως άβολα. Είχε “πεθάνει”
πραγματικά στη δουλειά τον τελευταίο
χρόνο. Άκουγε τους εργάτες που έμπαιναν
γρήγορα στον χώρο, απέθεταν τους σάκους
με τις σωρούς και έφευγαν τρέχοντας όχι
μόνο βέβαια από το φόβο της μόλυνσης
αλλά και από το πολικό κρύο που επικρατούσε
στην αίθουσα. Του είχαν δώσει όμως τις
κατάλληλες συμβουλές και μέχρι να
απομακρυνθεί από το παγοδρόμιο και να
περάσει τα σύνορα με το νέο του διαβατήριο,
αυτός δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο να
κρυολογήσει μέσα στην ισοθερμική του
φόρμα. Τα είχαν σκεφτεί όλα οι καλοί
άνθρωποι του Ντον. Οι τσέπες του μπουφάν
του ήταν ξέχειλες από ενεργειακές
μπάρες και ζελέ. Έπρεπε όμως να προσέχει
να μην κινείται πολύ και τον ξετρυπώσει
κανένας περίεργος υγιειονομικός
υπάλληλος ή αστυνόμος. Χαμογέλασε. Ήταν
σίγουρος πως και αυτό θα το είχαν
προβλέψει και θα είχαν παντού τους
ανθρώπους τους.
|
Στη διαδρομή για το αποτεφρωτήριο |
Ναι,
ήταν αλήθεια, πως ήταν κάπως, τι κάπως,
πολύ θα το έλεγες, μακάβριο, να ξαπλώνεις
σε ένα απέραντο νεκροτομείο δίπλα σε
μολυσμένα πτώματα και να περιμένει;ς
να σε μεταφέρουν τα καμιόνια για
αποτέφρωση. Αλλά οι εναλλακτικές του
ήταν πολύ χειρότερες. Ανεργία, φτώχια
και εξευτελισμός. Ίσως και φυλακή. Οι
ώρες που περνούσε στον νεκρόσακο ήταν
οι μόνες που ξεκουράστηκε τους τελευταίους
μήνες. Εργάζονταν σαν σκλάβος σε τρεις
δουλειές και έκανε ακόμη μία το βράδυ.
Φυλούσε τη βάρδια κάποιου άλλου σε ένα
εργοστάσιο. Και πάλι, με δανεικά και με
τα όσα χρήματα τσοντάριζε η γυναίκα του
και η μεγάλη του κόρη (τι ντροπή, Θεέ
μου!) μετά βίας και μόλις πριν λήξουν οι
προθεσμίες μπορούσε κάθε μήνα να πληρώσει
τη δόση στην τράπεζα. Στην αδυσώπητη
Bank of Bergamo. Στεγαστικά
δάνεια, επιχειρηματικά, διακοποδάνεια,
αλλά και τεράστια χρέη από εκείνη τη
μαύρη περίοδο του εθισμού του στον τζόγο
και τη ρουλέτα. Η λύση που του πρότεινε
η Μαφία του Μπέργκαμο ήταν ουρανοκατέβατη.
Ωραία σκέψη και αυτή!!! Μάλλον “χθονοανέβατη”,
σκέφτηκε και γέλασε πάλι, αυτή τη φορά
κάπως πιο δυνατά. Για ένα ποσό, όσο όλες
του οι οικονομίες βέβαια και με υποθήκη
το σπίτι και το εξοχικό του, τον δήλωσαν
νεκρό από τον Κορωνοϊό. Οι ιατροδικαστές
της ιδιωτικής εταιρείας που είχε αναλάβει
τις νεκροψίες, χωρίς όμως τις απαιτούμενες
νεκροτομές, και τα πιστοποιητικά θανάτου
“λόγω εκτάκτων αναγκών”, τον κατέγραψαν
ως θύμα της μάστιγας. Στη διαδρομή για
το αποτεφρωτήριο στα περίχωρα της πόλης,
θα τον φυγάδευαν στα σύνορα με την
Ελβετία. Λίγο υπομονή έπρεπε να κάνει
ακόμη και θα ήταν ελεύθερος.
|
Ο μεγαλόσωμος μπράβος με τη σπασμένη μύτη |
“Πολύ
ηλίθιος είναι τελικά ο δικός μας.
Κουνιέται συνέχεια από την ώρα που τον
έβαλαν στο πάτωμα. Θα μας πάρει χαμπάρι
κανένας καραμπινιέρος και θα μας τη
χαλάσει τη δουλειά. Δεν φτάνει που θα
τη σκαπουλάρει από τα χρέη το λαμόγιο,
δεν μπορεί να κάνει και τον ψόφιο για
λίγη ώρα ακόμη”. Ο πιο κοντός από τους
δύο άνδρες με τις μάσκες και τις πράσινες
στολές ήταν εμφανώς εκνευρισμένος και
φαινόταν σαν να μαλώνει με τον θηριώδη
συνομιλητή του. Ο μεγαλόσωμος μπράβος
με τη σπασμένη μύτη του έκανε νόημα να
σωπάσει και γύρισε προς την πόρτα για
να απαντήσει στο τηλέφωνο. Ακούμπησε
την παλάμη του στο αυτί για να ακούσει
καλύτερα. Τα μηχανήματα της ψύξης έκαναν
έναν διαβολεμένο σαματά.
“Διατάξτε
Ντον”.
“Τελείωσε η
δουλειά σου εκεί. Μπορείς να φύγεις.
Όλοι σας να φύγετε. Θα τους πάρουν οι
στρατιώτες για το κρεματόριο μαζί με
τους νεκρούς. Πίστεψε με είναι καλύτερα
έτσι. Τα χρέη του σβήστηκαν, ας σβήσουν
και τα ίχνη μας. Όποιος τον έκλαψε, έχει
πενθήσει αρκετά ήδη. Ζωή σε λόγου μας”.
Αφού το έλεγε ο Ντον, ήταν Νόμος.
“Φεύγουμε.
Άλλαξαν τα σχέδια. Ειδοποίησε τους
άλλους”.
“Τουλάχιστον
στο κρεματόριο θα ζεσταθεί για τα καλά”,
είπε στον σύντροφό του.
Φρικτό αστείο
σκέφτηκε, αλλά τέτοιες ώρες......
Με το διήγημα "Καυτή απόδραση" συμμετείχα στη λογοτεχνική δράση (πες το και διαγωνισμό) που διοργάνωσαν οι εκδόσεις Red n' Noir με θέμα σχετικό με την πανδημία. Οι αναγνώστες της σελίδας του βιβλιοπωλείου στα κοινωνικά δίκτυα κλήθηκαν να ψηφίσουν τα κείμενα και τα κόμικ που τους άρεσαν, αλλά όλα θα βρουν φιλόξενη στέγη σε σχετική έκδοση. Αν και όχι στις πρώτες θέσεις, πολλοί ήταν όσοι τους άρεσε η ιστορία. Ευχαριστώ τους διοργανωτές, τους δημιουργούς και τους φίλους που αγκάλιασαν όλες τις συμμετοχές. Ελπίζω να άρεσε και σε εσάς.
Ιωάννης
Μπαχάς
Θεσσαλονίκη,
12/4/2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου