|
"Κάθισε λίγο πιο πέρα από την είσοδο..." |
Αυτή ναι. Αυτή κι’ αν
ήταν «Ολυμπιακή νίκη», να κατορθώσεις να δραπετεύσεις από δεκάδες συναδέλφους
βουλευτές, από το φράγμα των πολιτικών αρχών του τόπου, από το φωτοκύτταρο των
δημοσιογράφων και τους εκατοντάδες θαυμαστές σου που σε πολιορκούν από την ώρα
που μπήκες στο στάδιο. Όχι ως αθλητής πια και όχι στο ίδιο στάδιο, για να
αποσπάσουν ένα αυτόγραφο, έστω κι’ αν τώρα πια …. Χαμογέλασε και σκέφτηκε πόσο
λίγο ανταποκρινόταν η σημερινή του μορφή στον θαυμασμό που έδειχναν οι νέοι στο
πρότυπο της αθλητικής ικανότητας. Ας ήταν….
Βγήκε από το στάδιο και κάθισε λίγο πιο
πέρα από την είσοδο της Κρύπτης στη βάση μιας κολώνας. Άναψε το νιοστό τσιγάρο
του, έκλεισε τα μάτια και στήριξε το κεφάλι στα χέρια του. Του ήταν αρκετή αυτή
η στιγμή για να ξεκουραστεί και να επανέλθει στα καθήκοντά του. Αυτά που όσο
και να τα απολάμβανε, υπήρχαν φορές που τον κούραζαν αφάνταστα, όπως σήμερα το
βράδυ. Σκέφτηκε τη γιορτή που γίνονταν μέσα στο στάδιο, ο θόρυβος της τον
αποσπούσε από την ονειροπόλησή του και το φως της τον θάμπωνε.. Και αυτή η φωνή;
|
"Κάθονταν στη βάση ενός χάλκινου αγάλματος..." |
Ήταν
η βαθειά, σεβάσμια φωνή ενός ώριμου άνδρα με λευκά μαλλιά και γενειάδα. Το
κεφάλι του στεφάνωναν κλαδιά ελιάς και φορούσε έναν πορφυρό χιτώνα με
μαιάνδρους. Τον κάλεσε κοντά του:
-
Φίλε Ολυμπιονίκη, έλα μαζί μου να
βαδίσουμε κατά μήκος αυτού του δρόμου.
Ξαφνιάστηκε.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια του και τον κοίταξε απορημένος.
-
Σύντομα θα σου λύσω όλες τις απορίες που
γεννάει το παρουσιαστικό μου.
Με
δυσκολία κατάφερε να σηκωθεί και να αποσπάσει το βλέμμα του από τα όμορφα
γαλάζια μάτια του συνομιλητή του. Κάθονταν στη βάση ενός χάλκινου αγάλματος. Μπροστά
τους ανοίγονταν ένας φαρδύς δρόμος με δεκάδες πανέμορφα χάλκινα αγάλματα του
Δία. Δεν μπορούσε να δει που τέλειωνε η σειρά τους. Σηκώθηκε και ακολούθησε τον
άνδρα προσπαθώντας να βαδίσει στον δικό
του ρυθμό, αυτός, ο Ολυμπιονίκης των δρόμων αντοχής, σε δύο μάλιστα Ολυμπιάδες.
Ο άνδρας γύρισε και του μίλησε:
-
Είμαι Ελλανοδίκης και με λένε Μέμνων. Μέρος των καθηκόντων μου είναι να
ελέγχω κατά τους αγώνες, τέτοια περίπου ώρα, μετά τις θυσίες, τη συμπεριφορά
των επισκεπτών στον ιερό αυτό δρόμο. Το δρόμο με τις Ζάνες, με τα αγάλματα του
Θεού Δία.
-
Ναι, καλά, και εγώ είμαι ο πάπας της
Ρώμης.
|
"Στους φετινούς Ολυμπιακούς έγιναν τόσο πολλά...". |
Ο σαρκασμός ήταν το «όπλο» του στην πολιτική του καριέρα.
Αυτό που στήσατε εδώ είναι ομολογουμένως
πολύ εντυπωσιακό. Δεν σας κρύβω ότι ότι δεν το γνώριζα, όμως στους φετινούς
Ολυμπιακούς έγιναν τόσα πολλά που ούτε ο Πρόεδρος της Επιτροπής δεν τα
γνωρίζει.
-
Δεν σε κατηγορώ. Ο δρόμος με τα αγάλματα
που βλέπεις δεν έχει καμιά σχέση με τις βέβηλες γιορτές σας σε αυτό τον
καθαγιασμένο τόπο. Δεν είναι ούτε αναστήλωση, ούτε αναπαλαίωση, ούτε
αναπαράσταση, ούτε αναβίωση όπως είπατε για τη σφαιροβολία που κάνατε στο
στάδιο. Ο δρόμος αυτός δεν έγινε, Υπάρχει.
-
Μα πώς;
Δεν ρώτησε τίποτε άλλο από τα τόσα που του
ήρθαν στο νου. Κοίταζε παντού γύρω του και καταλάβαινε. Ο δρόμος όντως έμοιαζε
να υπήρχε πάντοτε, δεν τον «αναβίωσαν» κι’ αυτόν.
Ένας νέος άνδρας με υπέροχους ώμους,
έκλαιγε με λυγμούς μπροστά σε ένα άγαλμα του Δία που έφερε στη βάση του, το
δικό του όνομα και «εξυμνούσε» το
επίτευγμα του!!! «Ο Εύπολις από τον
Ορχομενό προσπάθησε να εξαγοράσει τη νίκη του στην Πυγμαχία». Την προσοχή
του βουλευτή τράβηξε ένας έντονος διάλογος από την απέναντι πλευρά του δρόμου.
Τρεις σωματώδεις άνδρες , δύο ένοπλοι και με πορφυρούς χιτώνες απειλούσαν έναν
αποσβολωμένο νέο. Κατάλαβε μάλλον παρά
άκουσε, αφού μιλούσαν αρχαία ελληνικά, ότι του συνιστούσαν να μην επιστρέψει
στην πατρίδα τους τη Σπάρτη αφού η Ζάνα που πλήρωσε η πόλη τους θα μείνει στην
Ολυμπία αιώνια ανάμνηση στις γενιές που θα έρθουν, της ντροπής της. Αυτή
ανέθρεψε έναν άνδρα που τραυμάτισε με δόλο τον αντίπαλο του πριν τον αγώνα. Αν
ήταν μια παράσταση τα όσα έβλεπε, κάποιοι την έδιναν μόνο για αυτόν. Πιο πέρα
τα φώτα των προβολέων και οι φωνές της Ολυμπιακής οικογένειας που διασκέδαζε
ακούγονταν καθαρά. Ο Μέμνων τον είδε σκεφτικό.
-
Εάν περπατάς τόσο αργά, θα βραδιάσει
πριν δεις τη Ζάνα που «αφιέρωσε» η Θεσσαλονίκη σε σένα.
Τον
προσπέρασε και τον ανάγκασε πάλι να τρέξει για να τον προλάβει. Χωρίς να
γυρίσει καν να τον δει του απάντησε πριν τον ρωτήσει:
-
Αυτός ο δρόμος δεν έπαψε ποτέ να
μεγαλώνει, δυστυχώς, και από τις δύο πλευρές του. Οι γλύπτες κατασκευάζουν
συνεχώς νέες Ζάνες. Είμαι σίγουρος πως πιστεύεις ότι από τότε που ο Θεοδόσιος ο
«Μεγάλος», γιατί εσείς μεγάλους λέτε τους μικρούς, έπαυσε τους αγώνες στην
Ολυμπία κάθε θεσμός έσβησε. Λάθος.
-
Πως λάθος, μήπως δεν σταμάτησαν όλα
μέχρι τις μέρες μας;
-
Αφού οι άνθρωποι θέλησαν να συνεχίσουν
τους αγώνες, έστω και με την ανίερη μορφή που τους έδωσαν, οι αγώνες συνεχίζουν
να «απλώνονται» και αφού οι Έλληνες συμμετέχουν, έστω ως παρίες, παραμένουν και
δικοί τους. Σε αυτόν τον κόσμο που ήρθες για λίγο και σε διαβεβαιώνω είναι
εξίσου αληθινός με τον δικό σου, κανένας βωμός δεν έσβησε ποτέ και κανένα
άγαλμα δεν κατέπεσε ποτέ από το βάθρο του. Κανένα δένδρο δεν κόπηκε ποτέ και
καμιά πηγή δεν στέρεψε. Ο δρόμος με τις Ζάνες είναι ένα μέρος του κόσμου αυτού
και δυστυχώς στην επέκταση και στον εμπλουτισμό του οι Έλληνες της εποχής σου
έδειξαν μεγάλο ζήλο.
Έπρεπε να τον ρωτήσει. Μετάνιωσε όμως
γρήγορα που αναζήτησε μια απάντηση που γνώριζε.
-
Κάτι δεν μου λες καλά κύριε Ελλανοδίκη.
Η χώρα μου, δεν πλήρωσε για τη δική μου Ζάνα, αντίθετα, με τίμησε με κάθε
τρόπο.
-
Εννοείς, πως σου έδωσε χρήματα, σε
διόρισε στο Δημόσιο, σε έχρισε αξιωματικό του στρατού και σε εξέλεξε βουλευτή
και «Αθάνατο»;
-
Ναι, αυτά εννοώ.
Τώρα άρχισε να θυμώνει, συνέχισε να
περπατάει πίσω από τον Ελλανοδίκη λαχανιάζοντας αλλά δεν θα το άφηνε αναπάντητο.
Τον «κατακεραύνωσε» όπως νόμιζε:
-
Με κάθε σεβασμό, δεν πιστεύω να ήθελες
να σιτίζομαι στο Πρυτανείο και να πολεμάω δίπλα στο βασιλιά μου και έτσι να
κερδίζω Ολυμπιάδες. Η Πολιτεία μου έδωσε ότι μου άξιζε και δεν θα μου έκανε
ποτέ μια Ζάνα.
Σίγουρος για τα επιχειρήματα του
κοίταξε με αίσθημα περηφάνιας τον Ελλανοδίκη. Αυτός στάθηκε μπροστά σε μια από
τις τελευταίες Ζάνες του δρόμου, ….τη δική του!!! Ο βουλευτής γύρισε και την
κοίταξε, ήταν προετοιμασμένος, δεν θα δικαιολογούνταν σε κανέναν, ιδίως σε αυτό
το παράλληλο και παράλογο σύμπαν που βρέθηκε. Η αλήθεια, είναι πως συχνά
τελευταία, είχε παραισθήσεις πολύ ζωντανές κάποτε. Ο γιατρός του, ο ίδιος που
χρόνια τον φρόντιζε, φάνηκε να το περίμενε και του έκανε εξονυχιστικές
εξετάσεις. Ακόμη όμως δεν του είχε ανακοινώσει τίποτε. Θα του έλεγε και το
σημερινό. Παράγινε το κακό.
|
"Ο Ιούλιος νίκησε με δόλο...". |
Καθόλου δεν τον ένοιαζε εάν σε αυτόν τον
κόσμο οι επισκέπτες της «Ονειρ-Ολυμπίας» γνώριζαν ότι η Θεσσαλονίκη είχε
αφιερώσει μια Ζάνα που έγραφε ότι «Ο Ιούλιος
νίκησε στον δρόμο αντοχής με δόλο λαμβάνοντας ουσίες που τον ενίσχυσαν».
Είναι αλήθεια, πήρε στεροειδή. Του τα
έδινε ο γιατρός του που τον διαβεβαίωνε ότι είναι βιταμίνες και πως ούτε θα
ανιχνεύονταν ποτέ, ούτε θα είχαν παρενέργειες. Και πρέπει να ’χε δίκιο. Εκτός,
ίσως και αν οι αδιαθεσίες του και αυτές οι παραισθήσεις ήταν συμπτώματα κάποιου…..
Κοίταξε τον Μέμνωνα με θράσος έτοιμος να του επιτεθεί αν θα τολμούσε να τον
κρίνει. Και αυτός του απάντησε:
-
Να είσαι βέβαιος πως η πόλη σου πλήρωσε
για την κατασκευή της Ζάνας σου, αφού ο άρρωστος πολίτης είναι το πρόστιμό της.
Ο καρκίνος που σου χάρισε η ουσία που έλαβες για να νικήσεις. Είναι βαρύτερο
πρόστιμο από αυτό του Θηβαίου που είδες να κλαίει. Αυτός είναι τουλάχιστον υγιής.
Ένα αίσθημα αδικίας τον κατέκλυσε.
-
Αυτό το πρόστιμο το πληρώνω μόνο εγώ και
το ξέρεις καλά. Δεν αρρωσταίνουν οι πόλεις, οι άνθρωποι νοσούν. Οι πολιτείες
ζουν και αφού οι άνθρωποι πεθάνουν. Είμαστε και εμείς οι αθλητές θύματα του
αθλητισμού της εποχής μας. Δεν πρέπει όμως να πληρώνουμε μόνο εμείς.
Άρχισε να κλαίει.
-
Πληρώνετε όλοι σας, αν αυτό σε καθησυχάζει,
κάποιοι πολύ σύντομα μετά τους αγώνες, κάποιοι πριν καν αγωνιστούν αλλά όλοι σας αργά ή γρήγορα. Και
οι πόλεις πιο βαριά από όλους. Οι κοινωνίες τους έχουν μεγάλα προβλήματα, οι
αδύναμοι καταπιέζονται, οι νέοι κυλιούνται στα ναρκωτικά. Ζούμε, βλέπεις,
παράλληλα και γνωρίζω όλα τα ονόματα των πόλεων και τις Ζάνες που στήνουν.
-
Και αυτοί που τώρα διασκεδάζουν εκεί στο
αρχαίο στάδιο. Και αυτοί πληρώνουν;
Έκλαιγε με λυγμούς αλλά και θύμωνε. Η
μέρα είχε υποχωρήσει , του φάνηκε ότι τα αγάλματα είχαν χαθεί και φαινόταν μόνο
οι βάσεις τους ενώ εκεί πίσω από την Κρύπτη στην άκρη του δρόμου άσπριζε η
τέντα με τους Ολυμπιακούς κύκλους που σκέπαζε το στάδιο. Την έστησε η Δ.Ο.Ε.
για την δεξίωση των «Αθανάτων». Κατάλαβε τις σκέψεις του, μπορεί και να
σκέφτηκε φωναχτά.
-
Μην ανησυχείς. Το στάδιο ότι και να
γίνει μένει ανέπαφο και κανείς δεν μπορεί να το μολύνει. Ούτε το πλαστικό των
κατασκευών σας, ούτε οι βάρβαροι ήχοι της μουσικής σας βλάπτουν την αιώνια
Ολυμπία ή κανέναν άλλο ιερό χώρο. Κανένα άγαλμα Θεού δεν έχει χάσει τα χέρια
του, στέκουν όλα όρθια αρτιμελή και ζωηρά χρωματισμένα. Οι βωμοί ανάβουν
συνέχεια. Ξέρεις τι λένε οι συγκαιρινοί μου; «Ει εισί βωμοί, εισί και Θεοί». Και οι θυσίες δεν είναι καρποί και
ζώα. Είναι τα ονόματα των παιδιών σας, των σωματείων σας, η επίκληση των Θεών,
οι επισκέψεις στα μουσεία, όλα τους δοξάζουν. Και να ξέρεις, έρχονται.
-
Γιατί όμως μόνο εγώ;
-
Καταλαβαίνω πως σε τρώει το γιατί να
πληρώνεις μόνος τη Ζάνα σου. Μάθε πως ο Έλληνας που υποθηκεύει το μέλλον της
νεολαίας μας μιαίνοντας τα πρότυπά της, με όλα αυτά για τα οποία θα έστηναν
Ζάνες στους αθλητές τους οι πρόγονοι σας, ο χρηματισμός, ο δόλος, οι ουσίες, η
αμετροέπεια, η ύβρις, τότε, όσο καλά κι’ αν οι συμπολίτες του θεωρούν ότι ζει
τόσο μεγαλύτερο πρόστιμο πληρώνει για την Ζάνα του και ο ίδιος και η Ελλάδα.
Ο Ιούλιος σκέφτηκε πως η Ζάνα αυτόν
τον σκοπό πρέπει να είχε και στην αρχαιότητα. Ο άνθρωπος που στέκονταν μπροστά
της και διάβαζε το όνομά του και το όνομα της πόλης του καταλάβαινε όλο το
νόημα του σωστού αγώνα, του κάθε αγώνα. Έτσι και αυτός. Αγνόησε τον καρκίνο και
τον αγάπησε, ανακουφισμένος που ξεπλήρωνε, με το να τον θρέφει μέσα του, το
τίμημα της ασέβειας του και θύμωσε, θύμωσε πολύ. Κατέβηκε πάλι τα σκαλιά της Κρύπτης
και πήγε στο χώρο της δεξίωσης. Είχαν αρχίσει να τον ψάχνουν. Το κρασί, η
ευεξία που προκάλεσε σε όλους η οργανωτική επιτυχία των Ολυμπιακών της Αθήνας
και πλούσια συγκομιδή μεταλλίων τους έκανε όλους εύθυμους.
Μαζί με τα σκουπίδια του πολιτισμού μας,
τα πλαστικά μπουκάλια, τα αποτσίγαρα, τα φάρμακα, τα … οι «Αθάνατοι», οι
πολιτικοί μας και οι Ολυμπιονίκες πέταξαν και τις προσωπίδες της ευγένειας και
της ακαδημαϊκής τους θέσης. Σε αυτό συνέτειναν και οι εντυπωσιακοί συνοδοί που
τους υπόσχονταν, τώρα λίγο πριν το χάραμα, ότι η παραμονή τους στη χώρα μας θα
έκλεινε με τον καλύτερο τρόπο.
Πολύ καιρό μετά την γιορτή των Αθανάτων
στο αρχαίο στάδιο της Ολυμπίας όλα τα μέσα ενημέρωσης ασχολούνταν με αυτά που
έγιναν σε αυτήν. Δεν μιλούσαν για τις συζητήσεις των καλεσμένων ή την
πολυτέλεια του δείπνου ή ακόμη και για την εμφάνιση των απειράριθμων καλλονών.
Όλοι σχολίαζαν τον Ιούλιο και τα όσα έκανε και είπε. Για τον εξαιρετικά
προσβλητικό λόγο του και τη βιαιότητα με την οποία έριξε μαινόμενος το γύψινο
ντεκόρ από λευκούς κίονες που περιέβαλλε την τέντα εν είδη αρχαίου ναού, για
την αποκάλυψη της ύβρεως του που του χάρισε δύο Ολυμπιακά μετάλλια χάρη σε έναν
ποταμό στεροειδών που στέρεψε αφού τον ρούφηξε αχόρταγα. Και για τον καρκίνο που ήταν η ισόβια παροχή
που του χάρισαν οι Θεοί για τον τρόπο που διάλεξε.
|
"Καμιά φορά όταν βάδιζε το σούρουπο...." |
Όμως αυτός ο τελευταίος, ο καρκίνος
στον εγκέφαλο, το γλοιωβλάστωμα, είχε ήδη, όπως έδειξαν οι εξετάσεις λίγους
μήνες μετά, αρχίσει να συρρικνώνεται, μέχρι που χάθηκε τελείως. Έστω κι’ αν
καμιά φορά όταν βάδιζε το σούρουπο στη λεωφόρο με τις Ζάνες στην Ολυμπία είχε
τις ίδιες πάλι παραισθήσεις. Έβγαινε
κάτω από την Κρύπτη του σταδίου, σαν μέσα από ένα μακρύ και σκοτεινό τούνελ,
και λουσμένος στο φως της λεωφόρου στέκονταν μπροστά στο άγαλμα του Δία που
έφερε στο βάθρο το όνομα του ήσυχος και ήρεμος. Είχε πληρώσει, τώρα θα πλήρωνε
και η πόλη του.
ως Ιουλία Νοσμίλα
Θεσσαλονίκη, 30/11/2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου