"Το στοιχειωμένο σανατόριο στην Πάρνηθα..." |
Κανείς δεν έδωσε σημασία στο ότι το κτίριο ήταν σε κακή κατάσταση, εγκαταλελειμμένο τόσα χρόνια, να στέκεται ακόμα και μετά από την πυρκαγιά του 2007, ένα μέρος γεμάτο παγίδες, φυσικές και όχι εξωπραγματικές. Δεν τους πτόησε ούτε η πιθανότητα να συναντήσουν ανεπιθύμητους, ακόμα και επικίνδυνους θαμώνες του συγκεκριμένου χώρου, όπως ναρκομανείς…ή σατανιστές που έκαναν εκεί τις τελετές τους και ζωγράφιζαν περίεργα σύμβολα στους τοίχους, όπως φρόντισε να σημειώσει ο Άκης, που με τον τρόπο του το έκανε να μοιάζει ως ένα ακόμα ισχυρό κίνητρο για να επισκεφτούν το μυστηριώδες κτίριο.
Οι αντιρρήσεις της για την προτεινόμενη εκδρομή έπεσαν στο κενό. Μόνο η Ελενίτσα συμφωνούσε με κάθε της επιχείρημα, αλλά ποιος της έδινε σημασία; Εκείνη πάντα διαφωνούσε με όποια δραστηριότητα βρισκόταν εκτός οικίας. Στην παρέα τους ήταν μόνο και μόνο επειδή ήταν η δίδυμη αδελφή της Κωνσταντίνας, η οποία ήταν πάντα μέσα σε όλα και το κυριότερο, τυφλός ακόλουθος του Άκη. Ο Γιώργος στην αρχή πήρε το μέρος της, άλλωστε ήταν τσιμπημένος μαζί της και όλοι το ήξεραν εκτός από εκείνον, αλλά τελικά επικράτησε ο ανδρικός εγωισμός. Σιγά μη φοβόταν να μπει σε ένα παλιό κτίριο. Με λίγα λόγια η επίσκεψη στο σανατόριο ήταν κλεισμένη υπόθεση, πριν καν πέσει στο τραπέζι.
-----
Ο Άκης πάρκαρε το αμάξι στο ασφαλτοστρωμένο πλάτωμα που υπήρχε μπροστά από το κτίριο και κατέβηκε γεμάτος ενθουσιασμό. Η Κωνσταντίνα έτρεξε αμέσως από πίσω του, αφήνοντας την πίσω πόρτα ανοιχτή για τα άλλα κορίτσια που δεν έλεγαν να το κουνήσουν. Ο Γιώργος κοίταξε στο πίσω κάθισμα με απολογητικό ύφος
- Σίγουρα δεν θέλετε να έρθετε;
- Με καμία κυβέρνηση! Δεν το κουνάω από εδώ! Έσπευσε να πει για ακόμα μια φορά η Ελενίτσα, σφίγγοντας ακόμα περισσότερο το κινητό της. Από την ώρα που ξεκίνησαν το είχε βγάλει για να είναι έτοιμη να καλέσει βοήθεια, αν χρειαστεί. Η Κάτια περιορίστηκε σε ένα νεύμα του κεφαλιού και βγήκε με αργές κινήσεις από το αυτοκίνητο. Κοίταξε το κτίριο ερευνητικά. Πράγματι έδειχνε απόκοσμο, το φάντασμα μιας άλλης εποχής. «Αχρείαστο να ναι» σχολίασε χαμηλόφωνα αναφερόμενη στο τηλέφωνο της Ελενίτσας και πήρε μια βαθιά ανάσα. Τουλάχιστον θα απολάμβανε τον καθαρό αέρα. Σήκωσε τον αντίχειρα στους άλλους που χάνονταν μέσα στο κτίριο και στράφηκε προς την άλλη μεριά.
"Μια ξύλινη πύλη για είσοδος...." |
- Θα πάω να δω τι είναι εκεί. Θες να έρθεις; Ρώτησε την άλλη κοπέλα.
- Όχι. Θα μείνω στο αμάξι. Να έχω και το νου μου…
Δεν μπήκε στον κόπο να της αλλάξει γνώμη. Άλλωστε, προτιμούσε να μείνει μόνη της. Άρχισε να προχωράει προς το σημείο του ενδιαφέροντός της και όσο πλησίαζε τόσο πιο ευδιάκριτα γινόταν τα σχήματα αλλά και η επιγραφή στην πύλη. «Το Πάρκο των Ψυχών».
- Ώρα να φεύγουμε; ρώτησε ο Άκης τους υπόλοιπους.
Μετά την εξερεύνησή τους στο παλιό κτίριο είχαν κατέβει όλοι στο πάρκο με τα γλυπτά, μαζί και η Ελενίτσα. Καθόλου ευχάριστο για την Κάτια καθώς το μόνο που έφεραν ήταν βαβούρα και ατελείωτες επαναλήψεις για τα γκράφιτι, τα περίεργα σχέδια και ήχους στο κτίριο –και πώς να μην έχει ήχους ένα κτίριο που ως εκ θαύματος δεν είχε καταρρεύσει ακόμα- ενώ οι φωτογραφίες εναλλάσσονταν η μία μετά την άλλη στα κινητά τους. Περιφερόντουσαν ανάμεσα στους κορμούς χωρίς όμως να βλέπουν καμία από τις μορφές που είχαν τόσο περίτεχνα χαραγμένες πάνω τους.
- Άντε, πάμε! Φώναξε η Κωνσταντίνα.
"...απόσπασμα από την Εαρινή Συμφωνία" του Γ.Ρίτσου |
«Αγαπάμε τη γη, τους ανθρώπους και τα ζώα. Τα ερπετά, τον ουρανό και τα έντομα. Είμαστε, είμαστε κι εμείς όλα μαζί. Μαζί και ο ουρανός και η γη» έλεγε η επιγραφή με το απόσπασμα από την Εαρινή Συμφωνία του Γ. Ρίτσου.
Την είχε γράψει τότε που νοσηλεύτηκε στο σανατόριο, τότε που η Πάρνηθα ήταν ακόμα γεμάτη ζωή, πριν η πύρινη λαίλαπα την καταστρέψει. Ένιωσε τα μάτια της να θολώνουν από τα δάκρυα. Σήκωσε το χέρι και πίεσε τα δάχτυλα πάνω τους για να τα παγιδέψει.
"...είχαν χαθεί όλες, εκτός από το αυτί" |
"Οι κορμοί ήταν περισσότεροι" |
Ένα κορίτσι, δεν πρέπει να ήταν πάνω από 10 ετών, με μάτια λαμπερά σαν του ελαφιού και καστανά μαλλιά να πέφτουν ανάκατα στους ώμους, την κοίταζε και χαμογελούσε. Ήταν ξυπόλυτο, ντυμένο με μια λιτή λευκή νυχτικιά που έφτανε ως λίγο πάνω από τους αστραγάλους. Το κορίτσι στράφηκε προς τον κορμό που βρισκόταν πίσω του, άπλωσε το λεπτό του χεράκι και τον άγγιξε. Εκείνος σκίρτησε στιγμιαία σαν από χαρά και κλαδιά άρχισαν να ξεπροβάλουν και να υψώνονται ως πάνω, να γεμίζουν πευκοβελόνες.
Το κορίτσι γέλασε, τουλάχιστον αυτό νόμιζε η Κάτια πως άκουσε, και άρχισε να πηγαίνει χοροπηδώντας και στριφογυρίζοντας γύρω από τον εαυτό του από κορμό σε κορμό, να αγγίζει, να δίνει ζωή. Το γέλιο του τώρα έπαιρνε τη μορφή ενός τραγουδιού –μάλλον παιδικού- δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα λόγια ή τη μελωδία, ενώ τα κλαδιά φούντωναν, πρασίνιζαν...
Ο φόβος είχε φύγει πλέον και η χαρά είχε γεμίσει την ύπαρξή της Κάτιας. Ήθελε να τρέξει και εκείνη με το κορίτσι, να αγγίξει, να χορέψει. Δεν ήταν όμως μόνο τα δέντρα που ξαναζωντάνευαν. Σκιές άρχισαν να εμφανίζονται ανάμεσα στα δέντρα. Θολές μορφές που σιγά σιγά αποκάλυπταν τα χαρακτηριστικά τους. Ένας άνδρας με μακρύ παλτό γύρω στα σαράντα πέντε, μια κοντοκουρεμένη γυναίκα παραπέρα, όχι πάνω από τριάντα, ένας νεαρός καθισμένος –δεν έβλεπε που- τυλιγμένος στη ρόμπα του και άλλοι, πολλοί, γέμιζαν το δάσος μπροστά της. Πρόσωπα ταλαιπωρημένα αλλά και ήρεμα, τα πρόσωπα εκείνον που ήρθαν εδώ για να σωθούν από τη φυματίωση αλλά δεν τα κατάφεραν. Που βρήκαν τελικά τη λύτρωση –ίσως- με την τελευταία τους πνοή.
Ένιωθε τα βλέμματά τους καρφωμένα πάνω της αλλά και πέρα από αυτήν. Στο παρελθόν; Στο σήμερα; Στο μέλλον; Στο κενό;…
Μια βοή άρχισε γεμίζει τον αέρα, απαλή σαν μουσική –το κορίτσι είχε χαθεί. Οι μορφές δεν έμοιαζαν να την ακούν, απλά κοιτούσαν εκείνη και πέρα από εκείνη. Μικροί τριγμοί σαν γρατζουνιές σε μαυροπίνακα προστέθηκαν στη βοή και φλόγες άρχισαν να ξεπετάγονται από το έδαφος, μικρές και αχόρταγες σκαρφάλωναν αργά στους κορμούς για να φτάσουν στα κλαδιά και να μεγαλώσουν, να φουντώσουν, κατασπαράζοντας τα λεπτά φύλλα.
Οι μορφές άρχισαν να τρεμοπαίζουν να γίνονται και αυτές φλόγες για να σβήσουν όπως εκείνες των σπίρτων ή να ενωθούν με εκείνες που κατασπάραζαν τα δέντρα, αφήνοντας πίσω τους αποπνικτικό καπνό που τύλιξε το λαιμό της σαν τα χέρια ενός στυγνού στραγγαλιστή, ενώ ταυτόχρονα η βοή δυνάμωνε με ιλιγγιώδη ρυθμό, κάνοντας τα αυτιά της να πονέσουν. Σήκωσε τα χέρια της για να τα κλείσει –είχε υπόσταση ξανα;- ένιωθε τις φλόγες να ζεσταίνουν τη σάρκα της, καθώς την πλησίαζαν επικίνδυνα, μύρισε καψαλισμένα μαλλιά και τα μάτια της άρχισαν να τσούζουν φρικτά.
Έπρεπε να φύγει από εδώ! Αυτό έλεγε και η βοή, οι κραυγές πόνου και απελπισίας, οι εκκλήσεις βοήθειας από εκείνους που δεν μπορούσαν να τρέξουν μακριά από την πύρινη λαίλαπα, τα δέντρα που πέθαιναν βασανιστικά…
- Άντε Κάτια, κουνήσου!
Τινάχτηκε σα να τη διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Το ελάφι στεκόταν ακόμα κάτω από το γλυπτό του ζευγαριού. Δεν το τρόμαζε η παρουσία τους, ούτε οι φωνές τους. Απλά στεκόταν ήρεμο και την κοίταζε με τα καστανά, λαμπερά του μάτια. Κοιτούσε εκείνη και πέρα από εκείνη…
Χρύσα Μπαχά
Χρύσα Μπαχά |
Στο άλλο της βιβλίο "Σκοτεινά Μονοπάτια" η συγγραφέας επιδίδεται σε "μια επίφοβη περιήγηση στις παράδοξες ζώνες μιας μακάβριας φαντασίας, εκεί όπου οι ανορθόδοξες, σκοτεινές δυνάμεις σκιάζουν και καταποντίζουν κάθε ελπίδα κυριαρχίας του
καλού, και όπου οι πιο ανομολόγητοι φόβοι παίρνουν μορφή μέσα από κλασικά σύμβολα του τρόμου". Την ευχαριστώ για την άδεια να δημοσιεύσω τα διηγήματα και ποιήματά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου